Οι ναυμαχίες της Άνδρου
Του Γιάννη Πίππα
Ιστορικού
(Μια και οι ναυμαχίες ήρθαν στην επικαιρότητα των ημερών λόγω των δρομολογίων και των τιμών αναδημοσιεύουμε από το περιοδικό Νήσος Άνδρος που κυκλοφορεί το παρακάτω αποσπάσματα του ιστορικού Γιάννη Πίππα από το κείμενο «οι ναυμαχίες της Άνδρου» που μας έστειλε εδώ και αρκετές μέρες ο εκδότης Γ. Δαρδανός. Ας μιλήσουμε λοιπόν για πραγματικές ναυμαχίες που έγιναν στην Άνδρο και στο στενό του Κάβο Ντόρο.
Από το εκτενές ιστορικό αφήγημα του Γιάννη Πίππα επιλέγηκαν μόνο μερικά αποσπάσματα για τις ανάγκες αυτές της δημοσίευσης, που αναφέρονται στις λεπτομέρειες τεσσάρων ναυμαχιών που έγιναν στο στενό του Κάβο Ντόρο. Η πρώτη το 243 π.Χ. μεταξύ των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η δεύτερη το 1606 μ.Χ. μεταξύ Οθωμανών και Βενετών, , η τρίτη το 1790 μ.Χ. μεταξύ Βενετών και Τούρκο-Αλγερινών και η τέταρτη τα 1825 μ.Χ.μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Τα δύσκολα νερά του Κάβο Ντόρο υπήρξαν πάντα κομβικό σημείο του Αιγαίου Πελάγους και μαζι με αυτά και η Άνδρος – Εν Άνδρω).
Η Άνδρος και ειδικότερα η θαλάσσια περιοχή του Καβοντόρου, του λιμανιού του Γαυρίου και η εκτεινομένη μετά το Γαύριο υπήνεμη ράδα από τον Άγιο Πέτρο έως το Μπατσί υπήρξε ανά τους αιώνες χώρος ναυτικών συγκρούσεων για τρεις λόγους:
- Πρώτος λόγος, γιατί η Άνδρος βρίσκεται σε κομβική θέση στο Κεντρικό Αιγαίο.
- Δεύτερος λόγος, γιατί το στενό του Κάβο Ντόρο προσφέρεται ως χώρος ναυτικών ελιγμών των στόλων των εμπολέμων ναυτικών δυνάμεων.
- Τρίτος λόγος, γιατί το λιμάνι του Γαυρίου προσφέρεται ως βάση ελλιμενισμού και εξόρμησης των στόλων των εμπολέμων.
Αντικειμενικός σκοπός των εμπολέμων σε όλες τις ναυτικές συγκρούσεις που έγιναν στην περιοχή ήταν ο εκτοπισμός των αντιπάλων τους από το χώρο του Αιγαίου και η κυριαρχία σε αυτή τη θάλασσα.
Η πιο γνωστή στους Έλληνες, αλλά και στο λαό της Άνδρου είναι η ναυμαχία στα νερά του Κάβο Ντόρο ανάμεσα στον ενωμένο οθωμανικό και αλγερινό στόλο από τη μια πλευρά και στο στόλο του θρυλικού κουρσάρου Λάμπρου Κατσώνη, αφού η ναυμαχία αυτή έφθασε έως τις μέρες μας με τη μορφή θρύλου, συμπυκνωμένου στο τσιτάτο:«Σαν σ' αρέσει Μπάρμπα-Λάμπρο, ξαναπέρνα από την Άνδρο».
Αλλά δεν είναι η μόνη. Και άλλες ναυτικές συγκρούσεις έγιναν στην ίδια περιοχή της Άνδρου. Στην αρχαιότητα επίσης το λιμάνι του Γαυρίου και η γύρω από αυτό πεδινή έκταση δύο φορές χρησίμευσε ως χώρος αποβατικών πολεμικών επιχειρήσεων.
α) Η ναυμαχία της Άνδρου του 245 π.Χ.
Τη ναυμαχία αυτή, την ιστορεί ο ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος στο βιβλίο του HistoriaeabUrbeCondita, η οποία έγινε στο στενό του Kαφηρέα το έτος 245 π.X. Η ναυμαχία αυτή ήταν μία από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Τρίτου Συριακού (ή Λαοδίκειου πολέμου) ανάμεσα στο Μακεδονικό και τον Πτολεμαϊκό στόλο.
Από την πλευρά των Μακεδόνων ηγέτης τους ήταν ο Αντίγονος Β´ Γονατάς, ο γιος του Δημητρίου του Πολιορκητού, ενώ από την πλευρά των Πτολεμαίων της Αιγύπτου ηγέτης τους ήταν ο Πτολεμαίος Β´ ο Ευεργέτης. Αποτέλεσμα αυτής της ναυμαχίας ήταν να απολέσουν οι Πτολεμαίοι τις Κυκλάδες και να περιέλθουν αυτές υπό τον έλεγχο των Μακεδόνων. Αμφισβητείται ο χρόνος της ναυμαχίας, η οποία ίσως να έγινε το 227 π.Χ.
β) Η ναυμαχία της Άνδρου του 1696
Η ναυμαχία αυτή έγινε μεταξύ των Οθωμανών και των Βενετών και ήταν μέρος των χερσαίων και ναυτικών πολεμικών επιχειρήσεων, που έγιναν κατά τη διάρκεια του ΣΤ´ Βενετο-τουρκικού (ή Πελοποννησιακού) πολέμου.
Το 1696 η Οθωμανική κυβέρνηση επεχείρησε να ελέγξει εκ νέου το Αιγαίο και ιδιαιτέρως το κομβικής σημασίας νησί της Άνδρου, το οποίο προσωρινά είχε περάσει υπό τον έλεγχο των Βενετών. Από την πλευρά των Βενετών ο αρχηγός των βενετικών ναυτικών δυνάμεων, ο Γενικός Προβλεπτής Θαλάσσης (ProveditoreGeneraledelmare)BartοlomeoContarini, από το τέλος του Ιουλίου του 1696 είχε όλα του τα πλοία, 22 τον αριθμό, μέσα στο λιμάνι του Γαυρίου, ενώ στο Αιγαίο έπνεε μελτέμι, το οποίο κατά κάποιο τρόπο προστάτευε το βενετικό στόλο, αφού λόγω του ανέμου ήταν παρακινδυνευμένη μια τουρκική επίθεση μέσα στο λιμάνι Γαυρίου.
Στις 6 Αυγούστου ο Οθωμανός Καπουδάν Πασάς Χουσεΐν Μέτζο Μόρτο με στόλο 35 πλοίων πλησίασε στο Γαύριο από την πλευρά του Καβοντόρου, αλλά λόγω του μελτεμιού δεν αποτόλμησε επίθεση κατά των Βενετών μέσα στο λιμάνι του Γαυρίου, αλλά προσορμίσθηκε στους υπήνεμους κόλπους της Βόρειας Άνδρου.
Για δέκα ημέρες οι δύο στόλοι παρέμειναν σε κατάσταση αναμονής με μοναδική απώλεια τη βύθιση ενός μικρού Γαλλικού εμπορικού πλοιαρίου, το οποίο οι Βενετοί κατά λάθος το πέρασαν ως τουρκικό πολεμικό. Στις 20 Αυγούστου του 1696, όταν έπεσε το μελτέμι για μία μόνον ημέρα, έκανε ο Μέτζο Μόρτο μια αποτυχημένη προσπάθεια να καταστρέψει το Βενετικό στόλο στο Γαύριο, αλλά απέτυχε και κατευθύνθηκε προς το στενό της Τήνου.
Στις 21 Αυγούστου, όταν ξαναφύσηξε νέο μελτέμι, ο BartolomeoContariniβγήκε από το Γαύριο, καταδίωξε το Μέτζο Μόρτο και τον εγκλώβισε στο στενό της Τήνου με τη βοήθεια άλλων δικών του πλοίων, τα οποία είχαν νωρίτερα διαφύγει από το Γαύριο. Tα κωπήλατα πλοία των Βενετών και ο άστατος καιρός έδωσαν το πλεονέκτημα στους Βενετούς. Οι Οθωμανοί κατάφεραν να απεγκλωβισθούν με βαριές απώλειες και διέφυγαν προς τη Σύρο.
Ουσιαστικός νικητής σε αυτή τη ναυμαχία δεν υπήρξε. Αμέσως ο Contarini επέστρεψε στο Γαύριο, ενώ ο Μέτζο Μόρτο το Δεκέμβριο του 1696 μ.Χ. κατευθύνθηκε προς τα Δαρδανέλια. Οι απώλειες των Βενετών ήταν 77 νεκροί και 125 τραυματίες, αλλά πολύ λιγότερες από αυτές των Τούρκων. Ο αντικειμενικός σκοπός των Οθωμανών να εκδιώξουν τους Βενετούς από το Αιγαίο δεν επετεύχθη, αφού με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς διατήρησαν το νησί της Τήνου και την Πελοπόννησο.
γ) Η ναυμαχία της Άνδρου του 1790
H ναυμαχία αυτή εντάσσεται στις επιχειρήσεις του Στ´ Ρωσο-τουρκικού πολέμου (1787-1792), ο οποίος έληξε με τη Συνθήκη του Ιασίου. Η κυβέρνηση της Μεγάλης Αικατερίνης, για να δημιουργήσει αντιπερισπασμό, έστειλε τον Έλληνα αξιωματικό του ρωσικού στόλου Λάμπρο Κατσώνη με καταγωγή από τη Λειβαδιά, να συγκροτήσει στόλο και να ελέγξει το Αιγαίο, ώστε να υποχρεωθούν οι Τούρκοι να αποσύρουν ναυτικές δυνάμεις από το κύριο θέατρο επιχειρήσεων της Μαύρης Θάλασσας.
Ο Κατσώνης χρησιμοποιούσε επίσης ως χώρο ελλιμενισμού την υπήνεμη ράδα που εκτείνεται από τον Κάτω Άγιο Πέτρο ώς το Μπατσί και για να επισκευάζει τα πλοία του ένα μικρό κολπίσκο, τον «Ταρσανά», ο οποίος βρίσκεται, σύμφωνα με τον ιστορικό Δημήτρη Πασχάλη, ανάμεσα στους Φούρνους του Γαυρίου και στο Μπατσί.
Ο μεταρρυθμιστής Σουλτάνος Σελίμ Γ´, ο οποίος πρώτος προχώρησε στην πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Tanzimat), αποφασισμένος να αντιμετωπίσει αποφασιστικά το ρωσικό αντιπερισπασμό, έστειλε τον οθωμανικό στόλο με αρχηγό τον Καπουδάν Μουσταφά Πασά από τα Δαρδανέλια με 15 πλοία και τον αλγερινό πειρατικό στόλο με τον Σαήτ Αλή Πασά από το νότο με 12 πλοία, για να πλήξει τον Κατσώνη στο Αιγαίο.
Στις 6 Μαΐου του 1790 ο Κατσώνης, όταν ενημερώθηκε για την τουρκική προσέγγιση, άφησε το αγκυροβόλιό του και έσπευσε με τους Λαμπρινούς του (έτσι ονομάζονταν τα πληρώματα των πλοίων του), για να κάνει επαφή με τον Οθωμανικό στόλο στο Κάβο Ντόρο. Καπετάνιοι στα εννέα πλοία του ήταν ο ίδιος και οι: Ζυγούρης, Αλεξόπουλος, Κασίμης, Μπουρνοζάκης, Αναργύρου, Νικηφοράκης, Καρακατσάνης και Παταράκης.
Στη ναυμαχία της 7ης Mαΐου του 1790 ο στολίσκος του Κατσώνη έτρεψε σε φυγή τον τουρκικό στόλο, τον οποίο διέσωσε η έλευση της νύχτας, αλλά την άλλη ημέρα οι Λαμπρινοί είδαν από τα νότια τον αλγερινό στόλο να τους εγκλωβίζει στο Κάβο Ντόρο. Επρόκειτο πια για αγώνα άνισο. Ο οθωμανικός και ο αλγερινός στόλος άρχισαν να βάλλουν από απόσταση με τα κανόνια τους και, επειδή αυτό δεν έφερνε αποτέλεσμα, χρησιμοποίησαν τη μέθοδο του εμβολισμού και του ρεσάλτου. Πρώτη επιτέθηκε η τουρκική ναυαρχίδα κατά του «Αχιλλέα» του Καπετάν Ζυγούρη, αλλά αποκρούσθηκε. Αμέσως στράφηκε κατά της «Μαρίας» του Καπετάν Κασίμη, η οποία κατελήφθη. Ταυτόχρονα ένα αλγερινό πλοίο επιτέθηκε στην «Ἀθηνὰ τῆς Ἄρκτου» του Κατσώνη.
Ο Κατσώνης, αφού άλειψε με λίπος το κατάστρωμα της «Αθηνάς», ώστε να γλιστρούν οι επιτιθέμενοι, απέκρουσε το ρεσάλτο των Αλγερινών σφαγιάζοντάς τους. Το πλοίο του Αλεξόπουλου βγήκε εκτός μάχης και προτίμησε να το ρίξει στα βράχια της Άνδρου, όπου το ανατίναξε και το πλήρωμά του, οι 10 επιζώντες ναύτες, βγήκε στην Άνδρο. Το ίδιο και ο Καπετάν Νικηφοράκης έριξε το πλοίο του στα βράχια της Άνδρου (στο Καμινάκι) και διασώθηκε με τους 94 ναύτες του.
Τα ημιθανή υπόλοιπα πλοία, ανάμεσα στα οποία και η «Αθηνά», αυτοβυθίσθηκαν, για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών. Μόνο το πλοίο του Καπετάν Παταράκη βγήκε αλώβητο και περισυνέλεξε τους διασωθέντες Λαμπρινούς. Ο ίδιος ο Κατσώνης διασώθηκε σε μια βάρκα αρχικά και στη συνέχεια στο πλοίο του Παταράκη και κατέφυγε στο Τσιρίγο, όπου ξεκίνησε την αναδιοργάνωση του στόλου του. Ο απολογισμός της ναυμαχίας ήταν 565 νεκροί και 53 αιχμάλωτοι από τους Λαμπρινούς, ενώ από την τουρκική πλευρά πάνω από 3.000 οι νεκροί.
Μετά τη ναυμαχία ο αλγερινός στόλος του Σαήτ Αλή Πασά κατευθύνθηκε στο λιμάνι του Γαυρίου και αποβίβασε αγήματα, για να συλλάβουν στην Άνδρο όσους από τους Λαμπρινούς διασώθηκαν. «Ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν δὲ πανικοβλήτων τινων Ἀλβανῶν κατοίκων τοῦἈμολόχου», γράφει ο Πασχάλης, συνέλαβαν αρκετούς, τους οποίους απαγχόνισαν από τις κεραίες της αλγερινής ναυαρχίδας. Πρόκειται για τους Ψαριανούς: Κωνσταντή Καλημέρη, Ιωάννη Δεσποινάρα, Γεώργιο Κεφάλα, Ανδρέα Παπατζερέ, Δημήτριο Κουρνούτο, Νικολή Κοντό, Γεώργιο Κοντό, Δημήτριο Κυπαρίσση και Κωνσταντή Τζετζερέ. Οι υπόλοιποι Λαμπρινοί, οι Σπαντίδες, όπως τους χαρακτήριζε ο Σαήτ Πασάς, καταδιωκόμενοι σε όλη την Άνδρο, συνελήφθησαν αργότερα, με τη συνδρομή του Κοτζάμπαση της Άνδρου Λορέντζου Καΐρη, αλλά κατόρθωσαν να διαφύγουν, αφού κατέλαβαν το τουρκικό πλοίο που τους μετέφερε στη Χίο για εκτέλεση.
δ) Η ναυμαχία της Άνδρου του 1825
Η ναυμαχία αυτή της Άνδρου, της 25ης Μαρτίου του 1825, εντάσσεται μέσα σε μια σειρά ναυτικών επιχειρήσεων που έγιναν κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Στις 11 Μαΐου του 1825 ύστερα από παρατεταμένη πολιορκία ο Ιμπραήμ Πασάς πέτυχε να του παραδοθεί το Νεόκαστρο της Μεσσηνίας (Ναβαρίνο), με αποτέλεσμα να παύσει κάθε αντίσταση στη Μεσσηνία.
Στη συνέχεια ο Αιγυπτιακός στόλος αναχώρησε για το ασφαλές ορμητήριό του στη Σούδα της Κρήτης, ενώ ο ελληνικός υπό το ναύαρχο Μιαούλη παρακολουθούσε την πορεία του μέχρι τη Σούδα. Εν τω μεταξύ άλλος τουρκικός στόλος υπό την ηγεσία του Καπουδάν Πασά Χοσρέφ βγήκε από τα Δαρδανέλλια με κατεύθυνση προς την Ύδρα, αλλά με αντικειμενικό σκοπό να ανεφοδιάσει τα στρατεύματα του Κιουταχή που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι.
Αμέσως, μπροστά στον κίνδυνο να γίνει τουρκική επίθεση κατά της Ύδρας, με διαταγή του ναυάρχου Μιαούλη, ξεκίνησε κατά του τουρκικού στόλου η δεύτερη μοίρα του ελληνικού με ναύαρχο το Γ. Σαχτούρη, το Νικόλαο Αποστόλη και το Γεώργιο Ανδρούτσο. Η συνάντηση των δύο στόλων έγινε στις 23 Μαΐου έξω από την ερημονησίδα Γερακούλι, στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Εύβοιας, Άνδρου, Κέας και Αττικής. Ο Σαχτούρης όμως προτίμησε να παρασύρει τον τουρκικό στόλο στο στενό του Κάβο Ντόρο, μεταξύ Άνδρου και Καρύστου και εκεί να τον αντιμετωπίσει.
Την εκλογή του θαλάσσιου αυτού χώρου για ναυμαχία την υπέδειξαν στον Σαχτούρη οι Σπετσιώτες εξάδελφοι Γιάννης και Αναγνώστης Κυριακός. Τριάντα πέντε ελληνικά πλοία με τρία πυρπολικά αντιμετώπισαν πάνω από πενήντα τουρκικά, που έσερναν μαζί τους σαράντα φορτηγά (πλοία ανεφοδιασμού), τα περισσότερα με αυστριακή σημαία. Είναι γνωστό ότι η Αυστρία του Μetternich πολέμησε την ελληνική επανάσταση όχι μόνο διπλωματικά, αλλά εμμέσως και στρατιωτικά, ανεφοδιάζοντας με τον εμπορικό της στόλο στη Μεσόγειο τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Κατά την έκθεση του Σαχτούρη η ναυμαχία άρχισε στις 9 το πρωί και βάστηξε ώς τις 6 το απόγευμα της 25ης Μαρτίου του 1825. Κατά τις 3 το απόγευμα η δεύτερη ελληνική ναυτική μοίρα διέσπασε την εχθρική παράταξη και αμέσως, σαν από σύνθημα, δύο πυρπολικά, διοικούμενα από τον Υδραίο Γιάννη Ματρόζο και το Σπετσιώτη Λάζαρο Μουσούν, όρμησαν εναντίον μιας φρεγάτας 66 κανονιών που μετέφερε το ταμείο του τουρκικού στόλου και την τίναξαν στον αέρα.
Από την αριστερή πλευρά της ελληνικής παράταξης το πυρπολικό του Υδραίου Μανόλη Μπούτη ανατίναξε μια τουρκική κορβέτα 36 κανονιών. Από τη τουρκική φρεγάτα χάθηκαν 800 άνδρες, από τους οποίους 150 του μηχανικού, καθώς και πάμπολλα πολεμοφόδια προοριζόμενα για το κάστρο της Πάτρας και το Μεσολόγγι, ενώ με την ανατίναξη της κορβέτας χάθηκαν 300, από τους οποίους πολλοί ήταν Κοζάκοι, Αυστριακοί και Αρμένιοι.
Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν τρεις νεκροί και τέσσερις τραυματίες. Είκοσι τουρκικά μπρίκια κατέφυγαν στον κόλπο της Ερέτριας και μια κορβέτα καταδιωκομένη από επτά ελληνικά πλοία ρίχθηκε και πυρπολήθηκε από τους ίδιους τους άνδρες της στη Ντελαγκράτσια της Σύρου. Τριάντα περίπου μεταγωγικά έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων. Ο τουρκικός στόλος υπό τον Καπουδάν Πασά με τα 35 πλοία που του απέμειναν κατευθύνθηκε προς τη Σούδα της Κρήτης για να ενωθεί με τον αιγυπτιακό στόλο, ενώ ο ελληνικός, μη έχοντας άλλα πυρπολικά, έχασε τη δυνατότητα να του επιφέρει επιπλέον πλήγματα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η εικονογράφηση του κειμένου είναι του Εν Άνδρω και είναι με φωτογραφίες από τοιχογραφίες στο Βατικανό, εκτός του μεσαωνικού χάρτη που είναι από βιβλίο ιστορικών χαρτών έκδοση της Γ.Γ. Τύπου.