Η Παλαιόπολη της Άνδρου - 1000 χρόνια ιστορίας
Της Λυδίας Παλαιοκρασσά
Καθηγήτριας ΕΚΠΑ
Άποψη της Παλαιόπολης από την ακρόπολη της αρχαίας πόλης (φωτο: Λυδία Παλαιοκρασσά)
(Σημ.: Το κείμενο της Λυδίας Παλαιοκρασσά αναδημοσιεύεται από το αφιέρωμα του περιοδικού "δέκατα/εν Άνδρω" (καλοκαίρι 2014). Αποκαλύπτει την διαδρομή της Άνδρου από από την κλασική μέχρι την πρωτοχριστιανική εποχή συμπληρώνοντας προηγούμενες διαδρομές στην νεολιθική και γεωμετρική περίοδο του νησιού - "εν Άνδρω")
Ο οικισμός της Παλαιόπολης εκτείνεται σε μια απότομη αμφιθεατρική πλαγιά, στο μέσο περίπου της δυτικής ακτής της Άνδρου, που καταλήγει στη θάλασσα δημιουργώντας έναν ανοικτό όρμο. Σε δύο σημεία ψηλά στους βράχους τα άφθονα νερά σχηματίζουν πλούσιους καταρράκτες, που καταλήγουν μέσω δύο μικρότερων χειμάρρων στο χείμαρρο Κόμβο. Οι χείμαρροι αυτοί, μαζί με τις άφθονες πηγές που υπάρχουν σε όλη την έκταση, καθιστούν την περιοχή εξαιρετικά εύφορη και της προσδίδουν ιδιαίτερο φυσικό κάλλος.
Tο όνομα του οικισμού, που ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα, οφείλεται στις αρχαιότητες που ήταν ορατές στο χώρο. Τμήματα του τείχους της αρχαίας πόλης, της Άνδρου, τοίχοι οικοδομημάτων, αρχιτεκτονικά μέλη και αγάλματα σε κομμάτια ξεπροβάλλουν μισοθαμμένα στο χώμα, διάσπαρτα στα χωράφια ή ενσωματωμένα σε νεώτερες κατασκευές. Η εικόνα συμπληρώνεται από τους σπαρμένους σε όλη την έκταση τεράστιους βράχους, πολλοί από τους οποίους ενσωματώθηκαν στις αρχαίες κατασκευές. Βυθισμένα στη θάλασσα διακρίνονται τα κατάλοιπα του αρχαίου λιμανιού.
Οι αρχαιότητες αυτές προκάλεσαν το ενδιαφέρον των ερευνητών και το 1830 έγινε η πρώτη ανασκαφή στην επίπεδη έκταση μπροστά στην παραλία από τον αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη. Δύο χρόνια αργότερα ένας κάτοικος ξέθαψε στο χωράφι του, στον ίδιο χώρο, δύο αγάλματα, ένα ανδρικό, το γνωστό του Ερμή, και ένα γυναικείο του τύπου της Μεγάλης Ηρακλειώτισσας. Οι ερευνητές της εποχής κατέληξαν έτσι στην υπόθεση ότι εκεί βρισκόταν η αγορά της πόλης. Το 1956 πραγματοποιήθηκε στον ίδιο χώρο ανασκαφική έρευνα από τον καθηγητή Νικόλαο Κοντολέοντα, που αποκάλυψε το ανατολικό τμήμα στοάς και κατά μήκος της πρόσθιας πλευράς της μαρμάρινα βάθρα, εξέδρα και τετράπλευρο όρυγμα, που ερμηνεύθηκε ως χώρος («βόθρος») προσφορών στο πλαίσιο κάποιας λατρείας ηρώων που τελούνταν στην αγορά. Η στοάχρονολογήθηκε στον 3ο-2ο αιώνα π.Χ.
Αεροφωτογραφία του κτηρίου με το πρόπυλο και της στοάς στο επάνω άνδηρο της αγοράς της αρχαίας Άνδρου (φωτο: Λυδίας Παλαιοκρασσά)
To1985 άρχισε επιφανειακή έρευνα σε όλη την πλαγιά της Παλαιόπολης, με σκοπό να καταγραφούν τα στοιχεία του φυσικού τοπίου και οι ανθρωπογενείς επεμβάσεις σε αυτό. Αρχικά καθορίστηκαν τα όρια και η έκταση της πόλης, με τον εντοπισμό της πορείας του οχυρωματικού περιβόλου. Η συνολική έκταση ξεπερνούσε τα εξακόσια στρέμματα αλλά η οχυρωμένη περιοχή ήταν περίπου τετρακόσια στρέμματα. Δεν υπήρχε όμως ουσιαστική διάκριση μεταξύ άστεως και υπαίθρου, καθώς μεγάλο μέρος της οχυρωμένης έκτασης δεν ήταν δομημένο. Κατά την επιφανειακή έρευνα εντοπίσθηκαν επιπλέον πολλά κατάλοιπα κτηρίων ή μεμονωμένων τοίχων, τάφων, ποικίλα λαξεύματα και τρεις επιγραφές χαραγμένες σε βράχους.
Η αρχαία πόλη, που αποτέλεσε την πρωτεύουσα του νησιού περίπου για μια χιλιετία, είχε αναπτυχθεί χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο, από το εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου, σε υψόμετρο 350 μ., όπου βρισκόταν η ακρόπολη, έως την παραλία. Ο χώρος διέθετε δύο σημαντικά προσόντα, οχυρή από τη φύση της θέση και υδάτινο πλούτο, που φαίνεται ότι ήταν και οι καθοριστικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της πόλης στη συγκεκριμένη περιοχή, που πιστεύεται ότι ιδρύθηκε περί το 700 π.Χ., όταν μετοίκησαν εκεί οι κάτοικοι των γεωμετρικών οικισμών του νησιού.
Η εικόνα της πόλης που προέκυψε από την έρευνα είναι η εξής. Η μορφή της υπαγορεύθηκε από τη διαμόρφωση του εδάφους και ήταν διαρθρωμένη σε τέσσερις ζώνες. Το κέντρο της, η αγορά, αναπτύχθηκε στην επίπεδη έκταση μπροστά στην παραλία, σε άμεση γειτνίαση με το λιμάνι. Υψηλότερα στην πλαγιά, προς τα δυτικά, οι Άνδριοι έχτισαν τα σπίτια τους, προσανατολισμένα στην Ανατολή και το πέλαγος. Προς το χείμαρρο, στα βόρεια και βορειοανατολικά της αγοράς, υπήρχε μια περιοχή με σημαντικά δημόσια κτήρια και ιερά, ενώ σε περίοπτη θέση, ψηλά στην πλαγιά, η ακρόπολη.
Η έντονη κατωφέρεια του εδάφους κατέστησε απαραίτητη την κατασκευή πολλών ανδήρων (αιμασιών), που κλιμάκωναν την απότομη πλαγιά, δημιουργώντας εκτάσεις καλλιέργειας, βοσκής και δόμησης. Η εικόνα μας φέρνει στο νου την παρατήρηση του Ισοκράτους (Πανηγυρικός 132): «…τοὺς νησιώτας, οὓς ἄξιόν ἐστιν ἐλεεῖν, ὁρῶντας τούτους διὰσπανιότητα τῆς γῆς ὄρη γεωργεῖν ὰναγκαζομένους…». Εντοπίσθηκαν σαράντα επτά αναλημματικοί τοίχοι (δηλαδή παραβολές) που στήριζαν τα άνδηρα αυτά, ο αρχαιότερος από τους οποίους χρονολογείται στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., οι περισσότεροι όμως κτίστηκαν στον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ., περίοδο όπως φαίνεται ακμής και επέκτασης της πόλης και εντατικοποίησης της καλλιέργειας της γης.
Αρχαία και νεώτερα ερείπια (φωτο: Λυδία Παλαιοκρασσά)
Τα κατάλοιπα ενός ναού, των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ., σχετίστηκαν με το ναό του Απόλλωνος Πυθίου, η λατρεία του οποίου, μαζί με αυτήν του Διονύσου, ήταν οι σημαντικότερες στην πόλη. Στο ναό, που ήταν δωρικού ρυθμού, αποδόθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη και ένα μοναδικό γλυπτό, που αποτελούσε ένα από τα ακρωτήρια του κτηρίου και εικόνιζε τον ήρωα Βελλερεφόντη να ιππεύει το φτερωτό άλογο, τον Πήγασο. Μια επιγραφή χαράχθηκε σε βράχο δίπλα στο ανατολικό τείχος, στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., και το κείμενό της, «Μη χέζειν γυναίκα», απαγόρευε στις γυναίκες να μολύνουν τη συγκεκριμένη περιοχή, η οποία ήταν αφιερωμένη πιθανότατα στη λατρεία της θεάς Δήμητρας.
Στην περιοχή του ναϊσκου της Μεταμόρφωσης σώζονται τα ερείπια ενός μνημειακού λουτρού (θερμών) ρωμαϊκών χρόνων, το οποίο όπως φαίνεται είχε άμεση σχέση με το Γυμνάσιο της πόλης. Στην πλαγιά του Τούρλου τέλος, του χαμηλού λοφίσκου προς τα Ανατολικά, πρέπει να αναζητηθεί το θέατρο.
Εξω από το τείχος της πόλης, ανατολικά και δυτικά, εκτείνονταν τα νεκροταφεία, όπως διαπιστώνεται από τους λαξευτούς ή κτιστούς, δυστυχώς συλημένους από παλιά τάφους και τα ποικίλα κατάλοιπα ταφικών μνημείων, μαρμάρινων σαρκοφάγων και γλυπτών, που αποτελούν μάρτυρες της πολυτέλειας των ταφικών μνημείων των Ανδρίων. Δύο επιγραφές, του 4ου αιώνα π.Χ., χαραγμένες σε βράχους στην περιοχή του ανατολικού νεκροταφείου, βεβαιώνουν τη λατρεία του Διός Μειλιχίου, προστάτη των ανθρώπων και των ψυχών.
Χαμηλότερα προς την παραλία, στην περιοχή Σκουριά, το έδαφος έχει το χρώμα της σκουριάς από την πληθώρα υπολειμμάτων κατεργασίας μετάλλου (σκωρίες), που προδίδουν την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου.
Σε όλη την έκταση της πλαγιάς εντοπίσθηκαν επίσης άφθονα λαξεύματα στους βράχους, ορισμένα από τα οποία υποδεικνύουν την ύπαρξη κτηρίων, άλλα αποτελούσαν υπολείμματα λατομικής δραστηριότητας. Αυλάκια λαξευμένα στους βράχους χρησίμευαν στην παροχή ύδατος, είτε για άρδευση, είτε για την υποστήριξη βιοτεχνικών δραστηριοτήτων.
Αεροφωτογραφία των καταλοίπων του αρχαίου λιμανιού και της αγοράς της αρχαίας Άνδρου (φωτο: Λυδία Παλαιοκρασσά)
Η ενάλια γεωλογική έρευνα στο βυθισμένο αρχαίο λιμάνι συνέβαλε στον εντοπισμό της ακτογραμμής κατά την αρχαιότητα. Στοβορειοδυτικό τμήμα της, από τις εκβολές του χειμάρρου Κόμβου έως το δυτικό της άκρο, όπου κατέληγε το δυτικό σκέλος του τείχους, κατασκευάστηκαν ισχυρά λιμενικά έργα, σε τρεις τουλάχιστον φάσεις, που αντιστοιχούσαν στις μεταβολές της στάθμης της θάλασσας, στις οποίες οφείλεται και η κάλυψή τους σήμερα από τη θάλασσα. Η αρχαιότερη από τις φάσεις πρέπει να χρονολογηθεί μάλλον πριν από τους κλασικούς χρόνους, σε περίοδο ακμής της πόλης στα τέλη του 6ου ή τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.
Η συστηματική ανασκαφική έρευνα στο χώρο άρχισε το 1987 και πραγματοποιήθηκε σε τρία σημεία της περιοχής. Η έρευνα στην πύλη, τη γνωστή ως «Πόρτα», που θεωρούνταν είσοδος ναού, απέδειξε ότι ήταν πύλη του τείχους και κτίστηκε στον 4ο αιώνα π.Χ.
Στο δυτικό μέρος της πόλης, αποκαλύφθηκαν σε μεγάλο βάθος θεμέλια σπιτιών, που ήταν σε χρήση από τον 4ο αιώνα π.Χ. και εγκαταλείφθηκαν πιθανότατα στο 2ο, ενδεχομένως μετά την άλωση της πόλης από τις συμμαχικές δυνάμεις της Ρώμης και του Περγάμου, το 199 π.Χ.
Στο χώρο της αγοράς έχουν αποκαλυφθεί σε δύο επίπεδα τμήματα τεσσάρων πλακόστρωτων δρόμων και τεσσάρων κτηρίων, δύο στοών, κτηρίου με μνημειακό πρόπυλο και περίστυλη αυλή στο εσωτερικό και βασιλικής-χριστιανικού ναού. Τα αρχαιότερα ευρήματα ανάγονται στην Πρώϊμη εποχή του Χαλκού (3000-1900 π.X.) ενώ τα υστερότερα στο πρώτο μισό του 7ου αιώνα μ.Χ., όταν φαίνεται ότι η πόλη εγκαταλείφθηκε. Η αγορά αναπτύχθηκε σε άμεση γειτνίαση και στραμμένη προς το λιμάνι, το οποίο συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη της πόλης και της οικονομίας της.
Στο άνω άνδηρο έχουν έρθει στο φως τμήματα δύο πλακόστρωτων δρόμων, του 4ου αιώνα π.Χ., καθώς και τρίτου δρόμου, στοάς και κτηρίου με μνημειακό πρόπυλο και περίστυλη αυλή στο εσωτερικό, των αρχών του 2ου αιώνα π.Χ. Έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη δύο ακόμη αρχαιότερων φάσεων του κτηρίου με το πρόπυλο, υστέρων κλασικών και πρώιμων ελληνιστικών χρόνων. Eπάνω στο κτήριο με το πρόπυλο κτίστηκε τον ύστερο 3ο αιώνα μ.Χ. άλλο οικοδόμημα, ενώ στις αρχές του 7ου πρόχειρες κατασκευές.
Άποψη του Ιερού Βήματος εκκλησίας τύπου βασιλικής του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα μ.Χ. στην περιοχή της αγοράς και η οποία καταστράφηκε από σεισμό στον 6ο αιώνα μ.Χ.
Στο κάτω άνδηρο ανασκάπτεται δεύτερη στοά, σύγχρονη της πρώτης, με κρήνη στο πίσω μέρος της, τέταρτος πλακόστρωτος δρόμος, με κτιστό αποχετευτικό αγωγό, του 4ου-3ου αιώνα π.Χ., και τρίκλιτη βασιλική, που κτίστηκε ως μητροπολιτικός ναός της πόλης, στα ερείπια της στοάς στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα μ.Χ. και καταστράφηκε από σεισμό στον 6ο. Η βασιλική ήταν πολυτελής, με γλυπτό διάκοσμο και ψηφιδωτό δάπεδο, του οποίου οι χορηγοί αναγράφονται μπροστά στην Ωραία Πύλη, ο διάκονος Ευφρόσυνος και η συμβία του Μαρία. Ακολούθως, στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, στα ερείπια της βασιλικής κτίστηκε μονοκάμαρος ναός. Και στο άνδηρο αυτό συναντώνται κατάλοιπα των αρχών του 7ου αιώνα. Η ερήμωση του χώρου φαίνεται ότι επήλθε στις αρχές του 7ου αιώνα, όταν οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την πόλη.
Τα ανασκαπτόμενα κτήρια φαίνεται ότι είχαν μάλλον εμπορική χρήση. Ευρήματα από το εσωτερικό του κτηρίου με το πρόπυλο σχετίζουν το χώρο με μεταλλουργείο, το οποίο λειτούργησε στο αρχαιότερο κτήριο του 3ου αιώνα π.Χ. Επίσης διαπιστώθηκε η άσκηση λατρείας ηρώων (προγονική), όπως και στον βόθρο που ανασκάφηκε από τον Κοντολέοντα, μια συνήθης πρακτική σε αγορές της αρχαιότητας. Με το κτήριο με το πρόπυλο εφάπτεται ημιϋπόγειος χώρος, που διέθετε δική του είσοδο, τα ευρήματα από το εσωτερικό του οποίου (όστρεα και βελόνες εχινών) οδήγησαν στο συσχετισμό του με βοηθητικό χώρο ιχθυαγοράς. Τέσσερις μαρμάρινες πλάκες τραπεζών που βρέθηκαν προέρχονται πιθανότατα από καταστήματα της αγοράς και φιλοξενούσαν τα προς πώληση τρόφιμα. Όπως παραδίδεται, μαρμάρινες τράπεζες χρησιμοποιούνταν σε αγορές κυρίως «εν τηι οψαριοπώλει».
Μια επιγραφή σε γείσο κτηρίου χρονολογείται στα χρόνια 139 έως 161 μ.Χ. και αναφέρει την οικοδόμηση μακέλλου, δηλαδή αγοράς τροφίμων, από το δήμο των Ανδρίων προς τιμήν του αυτοκράτορα Αντωνίνου Ευσεβούς και του υιού του Μάρκου Αυρηλίου. Ενδεχομένως η οικοδόμησή του θα μπορούσε να σχετισθεί με τον καταστροφικό σεισμό του 142/143 μ.Χ., μετά τον οποίο με πρωτοβουλία του Μάρκου Αυρηλίου επισκευάστηκαν οι ζημιές σε πολλές ελληνικές πόλεις.
Οι οικοδομικές φάσεις των κτηρίων της αγοράς μαρτυρούν οικοδομική δραστηριότητα από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., όπως παρατηρείται και σε άλλες αγορές σε όλο τον ελληνικό χώρο. Η κύρια όμως φάση είναι αυτή του κτηρίου με το πρόπυλο και των δύο στοών, που ενδεχομένως μπορεί να σχετισθεί με κάποια ανοικοδόμηση της αγοράς μετά την άλωση της πόλης το 199 π.Χ., μετά την οποία το νησί παραχωρήθηκε στο βασιλέα του Περγάμου Άτταλο τον Α΄.
Ποιά ήταν η εικόνα της αγοράς της αρχαίας Άνδρου που αντίκρυζε ερχόμενος από τη θάλασσα ο επισκέπτης της πόλης; Ασφαλώς θα τον εντυπωσίαζε ο αρμονικός συνδυασμός του αρχιτεκτονικού με το φυσικό περιβάλλον, καθώς το βλέμμα του θα αιχμαλώτιζαν οι προσόψεις των δύο στοών, σε δύο επίπεδα, και του πιθανότατα διώροφου κτηρίου με το επιβλητικό τετράστυλο πρόπυλο.
Τον ελεύθερο χώρο μπροστά στα κτήρια και τους δρόμους καταλάμβαναν επιβλητικά μνημεία, όπως φανερώνει η ανεύρεση δύο αγαλμάτων, ενός ανδρικού και ενός γυναικείου, και παλαιότερα αυτών του Ερμή και της Μεγάλης Ηρακλειώτισσας, επιγραφών, διαφόρων βάθρων τιμητικών ανδριάντων, εξεδρών ή μαρμάρινου ρολογιού. Τα τέσσερα αγάλματα που προέρχονται από το χώρο είχαν ανεγερθεί μάλλον σε μνημεία-ηρώα αφηρωϊσμένων νεκρών, ευεργετών της πόλης.
Η αλλαγή της χρήσης του χώρου ως εμπορικού και διοικητικού κέντρου είχε ήδη συντελεσθεί στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα μ.Χ., όταν οικοδομήθηκε η Βασιλική, που πρόβαλλε στο κέντρο της αρχαίας πόλης τον θρίαμβο της νέας θρησκείας. Στις αρχές του 7ου αι. ο χώρος μετατράπηκε σε οικιστική περιοχή, ενώ οι λίγοι κάτοικοι που παρέμειναν στην πόλη την εγκατέλειψαν πιθανώς λόγω των αραβικών επιδρομών και μετοίκησαν στην ασφαλέστερη ενδοχώρα, στη Μεσαριά.
Η Άνδρος εκτός από τη θέση της, που της προσέδωσε ιδιαίτερη σημασία από στρατηγική και εμπορική άποψη, διέθετε υδάτινο πλούτο και εύφορα εδάφη. ΄Ετσι, η οικονομική ευμάρεια του νησιού και της πρωτεύουσάς του δεν οφειλόταν μόνο στην αλιεία, και κυρίως τη ναυτιλία και το εμπόριο, αλλά και στη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη μελισσοκομία, όπως φανερώνει η πληθώρα των ανευρεθέντων θραυσμάτων πήλινων κυψελών αλλά και στην εκμετάλλευση του μεταλλοφόρου υπεδάφους του. Το νησί εξελίχθηκε έτσι σε σημαντική δύναμη στο Αιγαίο, δεδομένου ότι ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ., ίδρυσε αποικίες σε περιοχές πλούσιες σε μεταλλεύματα και ξυλεία, τη Χαλκιδική και τη θρακική ακτή. Τα ευρήματα, όπως νομίσματα και θραύσματα εμπορικών οξυπύθμενων αμφορέων, φανερώνουν τις επαφές του νησιού με άλλες πόλεις της Ελλάδας, όπως την Αθήνα, τη Θάσο, την Κω, τη Χίο, τη Δήλο, την Ιουλίδα της Κέας, τη Γυάρο, την Πάρο, την Τήνο, το Άργος, τη Θεσσαλία αλλά και πόλεις της Μικράς Ασίας.