Βουρκωτή, μακρινή και μόνη…

Του Βασίλη Μαλταμπέ

 

Έπειτα από τέσσερα κείμενα μου που δημοσιεύτηκαν στον αξιόλογο ιστότοπο του ΕΝ ΑΝΔΡΩ, οφείλω ευχαριστίες για την φιλοξενία στον κ. Μπασαντή καθώς και για τυχόν μελλοντικές δημοσιεύσεις. Σαν μια ελάχιστη ένδειξη σεβασμού προς τον γενέθλιο τόπο μου αυτή την φορά προτίμησα να καταθέσω κάποιες σκέψεις σχετικά με αυτόν.

Μας γέννησε τόπος απλός και ήμερος.Η πρώτη αλφάβητος το χορτάρι, ο ήχος του νερού στο ποτάμι και η κορυφογραμμή με τους παράξενους σχηματισμούς των βράχων. Νανούρισμα η καθαρή πνοή του ανοιξιάτικου απογεύματος και η υγρή σκιά του χειμώνα.

Δάσκαλοι μας αποτέλεσαν τα πρόσωπα και η απλότητα της καθημερινότητας που μας δίδαξαν τα ελάχιστα πράγματα που χρειάζεται ο άνθρωπος πραγματικά για να ζήσει. Αυτό στάθηκε εφόδιο στην μετέπειτα ζωή μας  για την αντιμετώπιση του περιττού καταναλωτισμού που χαρακτηρίζει την σύγχρονη κοινωνία.

 

Μας μεγάλωσαν άνθρωποι που χέρι χέρι με τον άνεμο και το καύμα γονάτιζαν, ποτίζοντας με ιδρώτα τη γη τους και εκείνη τους ανταπέδιδε τους πόνους και τη χαρά της. Φυσικά και νοητά σύνορα στέκονταν απέναντι, κόπος το διάβα τους, γι' αυτό και πάντοτε σχεδόν οι έξω πολιτείες ήταν μακρυσμένες και ονειρώδεις.

Αγάπησα την μόνωση και την ποίηση, έτσι που η εμπειρία των γαλάζιων υπερωκεάνιων ταξιδίων να είναι η φυσική μετάβαση από την πρότερη ζωή. Αγάπησα την ποίηση και την μόνωση από ανάγκη. Η ανάγκη αυτή αγίασε τον βίο μου. Για τους προγόνους μου δεν έμαθα πολλά αν και η ανάσα τους χτυπάει πολλές φορές το πρόσωπο της φιλήσυχης μέρας μου.

Σκαρφαλωμένοι στη ιδιόμορφη κρύπτη τους μ' έναν μοναδικό κώδικα επικοινωνίας και συμπεριφοράς,πέρασαν αμετάκλητα σ' έναν κόσμο σχεδόν αρχαίο. Ένας σαρωτικός άνεμος φύσηξε αφήνοντας άδεια σπίτια και λίγες φωνές εκεί που κάποτε ανθούσε η κοινωνία, στην Πέτρα, στην Ρωσία, στον Ραβαστό.*

Τελειώνοντας θα αναφερθώ σε έναν  σημαντικό συγγραφέα της περίφημης «γενιάς του ‘30» τον Ηλία Βενέζη ο οποίος κάποτε επισκέφτηκε τον τόπο μου και συμπεριέλαβε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο του ΑΝΕΜΟΙ:

«Χάραζε. Πάνω απ' την κοιλάδα της Άρνης, στο ψηλό βουνό της Άνδρου, στο Πέταλο άρχιζαν να φτάνουν απ' το βοριά τα πρώτα σύννεφα. Όλη τη νύχτα βάσταξε η ξαστεριά. Ήταν πολύ. Εδώ ψηλά, στην καρδιά της Άνδρου, όλον τον καιρό έχει σύννεφο ακουμπισμένο πάνω στη γη. Όταν κυνηγημένοι απ' τον φόβο των κουρσάρων, οι νησιώτες άφησαν κάποτε τα παράλια και πήραν τα δύσκολα μονοπάτια των βουνών τους, εδώ, στον τόπο με τα σύννεφα είπαν να βρούνε καταφύγιο, να κάνουν τη νέα πατρίδα τους.

  • Τι να την βγάλουμε τη νέα πατρίδα μας;» είπαν.

Και κοιτάζοντας το σύννεφο που τους τύλιγε, το πούσι που πια έμελλε μέσα του να ζούνε, είπαν τη νέα πατρίδα τους

Β ο υ ρ κ ω τ ή.

Μάθανε από τότες στα παιδιά τους να το αγαπάνε το παραμύθι του τόπου τους: ένα σύννεφο ακουμπισμένο πάντα στο ψηλό βουνό του νησιού τους.»

*Ραβαστό: τοπωνύμια στην Βουρκωτή.

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

  1. Σχολιάζετε ως επισκέπτης.
Attachments (0 / 3)
Share Your Location
There are no comments posted here yet