Αφαλάτωση ή φράγματα για τα νησιά;
Του Γιώργου Λιάλιου
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ - ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
«Το καλοκαίρι το τηλέφωνο δεν σταμάτησε να χτυπάει. Ομως η απάντηση ήταν ίδια σε όλους: Δυστυχώς, δεν μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε. Ο,τι μηχάνημα αφαλάτωσης υπήρχε, είχε διατεθεί μέχρι τις αρχές της άνοιξης. Μόνο όσοι δήμαρχοι είδαν μπροστά –τι καλοκαίρι θα ερχόταν μετά έναν ακόμα χειμώνα χωρίς βροχές– και κινήθηκαν μόνοι τους, αυτοί κατάφεραν να εξασφαλίσουν τα νησιά τους. Και ναι μεν τελικά καταφέραμε να μη μείνει χωρίς νερό ο τουρισμός, αλλά για να εξυπηρετηθεί ο τουρισμός σε πολλές περιοχές της Ελλάδας οι κάτοικοι έμειναν χωρίς νερό και έτρεχαν με τα μπιτόνια και τα εμφιαλωμένα. Λυπάμαι, αλλά εν έτει 2024 το να μένουν ολόκληρες περιοχές χωρίς πόσιμο νερό δεν αρμόζει σε ευρωπαϊκή χώρα».
Ο Αλέξανδρος Υφαντής είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Sychem, μιας από τις τρεις εταιρείες παραγωγής μονάδων αφαλάτωσης στην Ελλάδα (οι άλλες δύο είναι η ΤΕΜΑΚ και η Watera). Αυτές οι τρεις εταιρείες κλήθηκαν φέτος να σηκώσουν το βάρος της λειψυδρίας, καθώς σε πολλές περιοχές η κατάσταση ήταν τελικά πολύ χειρότερη από ό,τι αναμενόταν. Στις χειρότερες περιπτώσεις κλήθηκε να μεταφέρει νερό και η υδροφόρα του Πολεμικού Ναυτικού, κάτι που ελάχιστες φορές συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια. Οπως υποστηρίζει ο κ. Υφαντής, η πολιτεία δεν έχει ένα οργανωμένο σχέδιο για την προμήθεια και λειτουργία των αφαλατώσεων, αλλά συχνά «τρέχει πίσω από τις ανάγκες». «Κανείς δεν ελέγχει συνολικά την επένδυση του κράτους.
Η πολιτεία προμηθεύει τους νησιωτικούς δήμους με αφαλατώσεις, αυτοί, επειδή τις παίρνουν δωρεάν, δεν ενδιαφέρονται να τις συντηρήσουν σωστά και τις καταστρέφουν στα πέντε χρόνια. Και μετά ζητούν από το κράτος να τους προμηθεύσει νέες – και το κράτος τους προμηθεύει, αφού δεν έχει εναλλακτική. Ετσι τα χρήματα που διαθέτει το κράτος πέφτουν σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο».
Στο χειρότερο σενάριο
«Τελικά τι είναι πιο ακριβό, το νερό που έχουμε ή το νερό που δεν έχουμε; Αυτό είναι πλέον το ερώτημα για πολλές περιοχές της χώρας, που από ό,τι φαίνεται σταδιακά θα γίνουν περισσότερες», εκτιμά ο κ. Γιάννης Κατσογιάννης, καθηγητής στο Τμήμα Χημείας του ΑΠΘ, πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Χημικών και Διευθυντής του Ινστιτούτου Αειφόρου Διαχείρισης των Υδάτων και Δικαίου του Νερού του EPLO. «Λόγω της κλιματικής αλλαγής, το φαινόμενο της ανομβρίας είναι πολύ διαφορετικό σήμερα από ό,τι πριν από 10 ή 20 χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΟΗΕ δεν είχε κάνει επί 50 χρόνια συνέδριο του UN Water Program και έκανε το 2023 – θα κάνει πάλι το 2026 και το 2028. Οι επιστήμονες φοβούνται ότι πολύ γρήγορα θα ξεπεράσουμε τα χειρότερα σενάρια. Ας δούμε λοιπόν τι σημαίνει όλο αυτό για την Ελλάδα, όπου, εξαιτίας της νησιωτικότητας, η αντιμετώπιση της λειψυδρίας είναι και πατριωτικό ζήτημα».
«Ιδιαίτερα στα νησιά, που δεν έχουν βιομηχανικές μονάδες, τα λύματα εύκολα θα μπορούσαν να καθαριστούν και να επαναχρησιμοποιηθούν, ώστε να μην “τελειώσει” η γεωργία λόγω ανομβρίας».
Η πολιτεία, ωστόσο, μόλις τα τελευταία δέκα χρόνια άρχισε να κινείται σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, μειώνοντας την (πανάκριβη) μεταφορά νερού από ιδιώτες, εγκαθιστώντας αφαλατώσεις και αναζητώντας παρεμβάσεις συγκράτησης ή εξοικονόμησης νερού. «Η τεχνολογία της αφαλάτωσης έχει εξελιχθεί πολύ, με αποτέλεσμα να μειώνεται σημαντικά το κόστος παραγωγής νερού, ειδικά αν η μονάδα συνδυαστεί και με ΑΠΕ για την κάλυψη του ενεργειακού κόστους», λέει ο κ. Κατσογιάννης. «Eχουμε όμως πολλά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Για παράδειγμα, τα δίκτυα στα νησιά έχουν πολύ μεγάλες απώλειες, συχνά έως και 60%. Δεν μπορεί πλέον να δημιουργούμε ένα σύστημα για την “παραγωγή” νερού, να προσπαθούμε για την οικονομική του ισορροπία και το μισό νερό από όσο παράγουμε να χάνεται. Περαιτέρω, είμαστε πολύ πίσω στην επανάχρηση νερού για τη γεωργία. Ιδιαίτερα στα νησιά, που δεν έχουν βιομηχανικές μονάδες, τα λύματα δεν έχουν μεγάλο χημικό φορτίο και επομένως εύκολα θα μπορούσαν να καθαριστούν και να επαναχρησιμοποιηθούν, ώστε να μην “τελειώσει” η γεωργία στα νησιά λόγω ανομβρίας».
Τα ακριβά έργα
Σε τι κατεύθυνση κινείται η πολιτεία; Πρόσφατα το υπουργείο Περιβάλλοντος ανακοίνωσε ότι μελετά την κατασκευή νέων φραγμάτων και σε κάποιες περιπτώσεις τη χρήση της αντλησιοταμίευσης σε συνδυασμό με αφαλάτωση, για παραγωγή νερού και ενέργειας. «Τα φράγματα εξυπηρετούν μόνο τους εργολάβους και τους μελετητές», εκτιμά ο κ. Υφαντής. «Στην Κρήτη ζητούν να κατασκευαστούν φράγματα και αγωγοί 800 εκατ. ευρώ. Δείτε όμως πώς κατέληξε το φράγμα του Αποσελέμη, που κόστισε 350 εκατ. ευρώ για να δίνει 15.000-20.000 κυβικά/ημέρα στο Ηράκλειο και φέτος έμεινε χωρίς νερό. Την ίδια ποσότητα νερού μπορείς να την παράγεις αφαλατώνοντας το υφάλμυρο νερό του Αλμυρού, που χύνεται στη θάλασσα, με 5 εκατ. ευρώ. Δεν συζητώ πόσο κακή ιδέα είναι να παράγεις νερό από αφαλάτωση για να το βάλεις σε ένα φράγμα και να χάνεις το 30% από εξάτμιση».
«Πιστεύω ότι πρέπει να πάμε με συνδυαστικές κινήσεις», λέει ο κ. Κατσογιάννης. «Σίγουρα είναι τεράστια σπατάλη δημόσιου χρήματος να προχωράμε στην κατασκευή φραγμάτων με υδρολογικά στοιχεία 10 ή 15 ετών. Για εμένα πρέπει στις άνυδρες περιοχές να στρέψουμε την προσοχή μας στην επανάχρηση υδάτων με αναβάθμιση των βιολογικών ή κατασκευή νέων. Οσο για τις αφαλατώσεις στα νησιά, θα πρέπει κεντρικά η κυβέρνηση να ορίσει έναν φορέα που να επιληφθεί αποκλειστικά, όπως έχει γίνει στην Κύπρο. Να υπάρχει ενιαία διαχείριση και τα προβλήματα να λύνονται εν τη γενέσει».
Σε 30 νησιά των Κυκλάδων λειτουργούν αφαλατώσεις
«Στη χώρα μας εκμεταλλευόμαστε δυσανάλογα τα υπόγεια νερά σε σχέση με τα επιφανειακά. Το ότι δεν βλέπουμε τη ζημιά που προκαλούμε στα υπόγεια νερά δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει», λέει ο κ. Πέτρος Βαρελίδης, γενικός γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων. «Τα φράγματα σπανίως στεγνώνουν, μόνο σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, όπως λ.χ. έγινε φέτος στην Κάρπαθο. Ο κύριος λόγος που αδειάζουν είναι ότι γίνεται πολύ εκτεταμένη, παράνομη χρήση του νερού για άρδευση. Η αντλησιοταμίευση με νερό από αφαλάτωση είναι διαφορετική υπόθεση. Αξίζει να το δοκιμάσουμε πιλοτικά, καθώς αν “δουλεύει” μπορεί να λύσει ταυτόχρονα το πρόβλημα του νερού και της ενέργειας».
Οπως εξηγεί ο κ. Βαρελίδης, ο σχεδιασμός του υπουργείου περιλαμβάνει τη διάθεση 80 εκατ. ευρώ από το ΠΔΕ για έργα ύδρευσης, 50 εκατ. ευρώ από το ΕΣΠΑ ειδικά για αφαλατώσεις σε νησιά και 150 εκατ. ευρώ για «ολιστικά» προγράμματα που θα καλύπτουν όλο τον κύκλο του νερού σε τέσσερις περιοχές. «Δεν θα κάνουμε αφαλατώσεις εκεί όπου υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με τα δίκτυα ύδρευσης. Στις περιοχές αυτές, αν φτιάξουμε τα δίκτυα και μειώσουμε τις απώλειες στο μισό, αυτόματα θα αυξηθεί η διαθεσιμότητα του νερού. Πρέπει βέβαια να δούμε και το ζήτημα της “κλοπής” νερού, είτε επειδή δεν υπάρχουν μετρητές είτε επειδή αυτοί έχουν “πειραχτεί” και δεν εμφανίζουν την πραγματική κατανάλωση».
Ο συνδυασμός των λύσεων και οι τοπικές ιδιαιτερότητες
«Η αφαλάτωση φαντάζει ιδανική λύση, αλλά δεν είναι κατάλληλη για όλες τις περιπτώσεις», εκτιμά ο Μανώλης Κουτουλάκης, γενικός γραμματέας Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής. «Σίγουρα είναι η πιο προσιτή τεχνολογικά και η απλούστερη στην υλοποίηση. Σε κάποια νησιά, για γεωλογικούς λόγους είναι η μόνη λύση, όπως λ.χ. στη Νίσυρο. Στόχος μας είναι να βλέπουμε τις αφαλατώσεις συνδυαστικά με ταμιευτήρες. Πρόσφατα ολοκληρώσαμε μια πιλοτική μελέτη στους Φούρνους και στη Θύμαινα, που έδειξε ότι θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν το 30% των αναγκών τους από υφιστάμενα κατακρημνίσματα που καταλήγουν στη θάλασσα. Τώρα θα προχωρήσουμε σε επέκταση της μελέτης σε ακόμη επτά νησιά: Αμοργό, Σίφνο, Σέριφο, Κάσο, Αγαθονήσι, Παξούς και Θάσο, ώστε να δούμε πού θα μπορούσαν να υποδεχθούν σημεία για υδρομαστεύσεις και μικρής κλίμακας έργα για άρδευση».
Καθώς η φετινή τουριστική περίοδος ολοκληρώνεται, πώς αποτιμά η πολιτεία τις παρεμβάσεις που έκανε φέτος; «Τα τελευταία χρόνια, με 45 εκατ. ευρώ λύσαμε πολλά προβλήματα σε μικρά νησιά», λέει ο κ. Κουτουλάκης. «Επισκευάσαμε δίκτυα, βοηθήσαμε με έκτακτες γεωτρήσεις με βάση μελέτες της ΕΑΓΜΕ, προσθέσαμε 25 μικρές και μεσαίες αφαλατώσεις. Δεν ικανοποιήσαμε το σύνολο των αιτημάτων, αλλά θεωρώ ότι καταφέραμε να ανταποκριθούμε και να μη “μείνει” κανένα νησί από νερό».
Οι μονάδες αφαλάτωσης με τη μεγαλύτερη δυναμικότητα
Κεφαλονιά 8.000m3/ημέρα
Μύκονος 7.000 m3/ημέρα
Σύρος 5.800 m3/ημέρα
Ηράκλειο Κρήτης 5.000 m3/ημέρα
Θήρα 5.000 m3/ημέρα
Μήλος 4.500 m3/ημέρα
Αναφορικά με το μοντέλο λειτουργίας των αφαλατώσεων, οι γνώμες διίστανται. «Οταν ένας δήμος είναι μικρός, δεν έχει ούτε τεχνική υπηρεσία ούτε την εμπειρία να λειτουργήσει μόνος του τις αφαλατώσεις. Στις περιπτώσεις αυτές είναι καλύτερο να υπογράφει συμβόλαια αγοράς νερού με τιμή ανά κυβικό, ώστε να διασφαλίσει ότι είναι ευθύνη του ιδιώτη όλα τα υπόλοιπα», εκτιμά ο κ. Βαρελίδης. «Σε αντίθετη περίπτωση, έχουμε δει δήμους να μη λειτουργούν σωστά τις μονάδες, αυτές ύστερα από 2-3 χρόνια να χαλάνε και οι δήμοι να χρειάζονται μήνες για να προμηθευτούν με τις διαδικασίες του Δημοσίου ανταλλακτικά». «Φαίνεται από την εμπειρία ότι πολλές αφαλατώσεις δεν λειτουργούν επειδή προσπάθησαν να τις λειτουργήσουν οι ΔΕΥΑ, που δεν είχαν ούτε προσωπικό ούτε γνώση. Ως αποτέλεσμα, δεν τις συντηρούσαν σωστά, οι αφαλατώσεις δούλευαν λιγότερο από όσο μπορούσαν και μόλις χαλούσαν, ζητούσαν αντικατάσταση από το κράτος, αφού ήταν ανέξοδο για τον δήμο», λέει ο κ. Κατσογιάννης.
«Συχνά οι δήμοι αναθέτουν πολύ ακριβά συμβόλαια διαχείρισης και λειτουργίας των μονάδων», λέει ο κ. Κουτουλάκης. «Εγώ δεν βρίσκω πρόβλημα να λειτουργεί τη μονάδα ένας δήμος, αν έχει τη δυνατότητα. Εχουμε καλά παραδείγματα, όπως η Ιθάκη και η Πάρος. Από την άλλη έχουμε τα νησιά που ενώ τους προμηθεύσαμε μια μονάδα, δεν έχουν τη δυνατότητα να τη λειτουργήσουν και ζητούν οικονομική συνδρομή από το κράτος. Εκεί πρέπει να πάμε σε έναν κανόνα κάλυψης ενός εύλογου κόστους. Πάνω από το όριο αυτό, ο δήμος θα πρέπει να αιτιολογήσει και να καλύψει μόνος τη διαφορά».
Οσο για το 2025, η πολιτεία θα προσπαθήσει να κινηθεί σαν να περιμένει ακόμα μια χρονιά ανομβρίας. «Το σχέδιό μας για την επόμενη χρονιά περιλαμβάνει λελογισμένη χρήση των γεωτρήσεων, συνέχιση της αντικατάστασης δικτύων και προσθήκη αφαλατώσεων», λέει ο κ. Κουτουλάκης. «Αν βρέξει και γεμίσουν τα φράγματα, έχει καλώς. Δεν μπορούμε, όμως, να προσβλέπουμε σε αυτό».