Οι άνθρωποι και τα πλοία της μοναξιάς: ένας ανδριώτης εξομολογείται…
Τα ξεχασμένα πλοία της μοναξιάς...
Μοναχικά πλοία, μοναχικοί άνθρωποι. Λαμαρίνες χαραγμένες από την σκουριά και την σιωπή. Καρδιές πλημμυρισμένες από αναμνήσεις, περισυλλογή και λαχτάρα για μακρινά ταξίδια.
Βαπόρια που κάποτε όργωναν τις θάλασσες και τους ωκεανούς - ανάμεσα τους και πολλά ανδριώτικα - με κατάφωτα καταστρώματα και σαλόνια, και αμπάρια γεμάτα εμπορεύματα εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Τώρα περιμένουν καρτερικά το φρικτό και άδικο τέλος τους. Κοντά τους άνθρωποι, που τα συντροφεύουν σ’ αυτή την εφιαλτική τους αναμονή.
Κόλπος Ελευσίνας, Αμπελάκια Σαλαμίνας, Κυνόσούρα...
Κόλπος Ελευσίνας, Αμπελάκια Σαλαμίνας, Κυνόσουρα, τα απέραντα νεκροταφεία πλοίων, πριν γίνουν παλιοσίδερα. Τις νύχτες όταν έχει άγριο καιρό, ακούγεται σαν αναφιλητό, το τρίξιμο των κάβων, το σύρσιμο των μπαλονιών, το γδάρσιμο της καδένας της άγκυρας στην πλώρη και ο ήχος ενός λαϊκού τραγουδιού από ένα βραχνό τρανζίστορ. Κρατάει συντροφιά στους ερημίτες, που φροντίζουν αυτά τα παλιά και τσακισμένα σκαριά…
Επάγγελμα... βατσιμάνης!!!
Επάγγελμα Watchman, ή κατά το ελληνικό… «βατσιμάνης»! Πρώην ναυτικοί οι περισσότεροι, για ένα μεροκάματο, μια απασχόληση και με ζωντανή την αγάπη για την θάλασσα, βρήκαν αποκούμπι σ’ αυτά τα σκουριασμένα σκαριά.
Τα προσέχουν, τα φυλάνε και έχουν αναλάβει την προστασία τους από κάθε είδους πλιάτσικο, μέχρις ότου οδηγηθούν στα διαλυτήρια της Τουρκίας. Η σχέση τους με τα παροπλισμένα βαπόρια είναι σχέση αγάπης. Άλλωστε πολλοί έχουν δουλέψει παλιότερα σ αυτά. Η ζωή του βατσιμανη είναι δύσκολη και άγνωστη. Μοιάζει με κείνη του φαροφύλακα.
Άνθρωποι και πλοία μόνοι στα αγκυροβόλια...
Ένας απ αυτούς - και μάλιστα Ανδριώτης - ο Ν.Π. εξομολογείται και αποκαλύπτει:
«Από 22 χρονών ναυτικός. Βρήκαμε θάλασσες πολλές. Περάσανε τα χρόνια. Και τώρα αναγκαστήκαμε να γίνουμε βατσιμαναίοι. Γεράσαμε και βρήκαμε αποκούμπι εδώ στα παλιά βαπόρια. Μ' αυτό το βαποράκι έχω κάνει λοστρόμος. Ωραίο το βαπόρι στην εποχή του - τον καιρό που ταξίδευε. Όλο ζωή το ποστάλι, ήταν φίρμα της γραμμής. Με λίγα λόγια, αυτό το βαπόρι είχε ξεκινήσει τα ταξίδια μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας. Πριν από πολύ λίγους μήνες έδεσε.
Στη λάτζα για το βαπόρι...
Όταν είναι η μέρα της βάρδιας μου ξυπνάω 4 η ώρα, 4 και τέταρτο. Μέχρι να πλυθώ, κι επειδή έχω ένα συνήθειο, κατεβαίνω μέχρι τον Πειραιά με τα πόδια για να πάρω το λεωφορείο της γραμμής της Ελευσίνας. Παίρνω το λεωφορείο των 5.30 ή των 6. Η λάντζα ξεκινάει γύρω στις 7.30 με 8 παρά τέταρτο.
Ανεβαίνοντας για τη βάρδια...
Μαζευόμαστε όλοι, όσοι ήμαστε στις βάρδιες, και μας φέρνει η λάντζα στο βαπόρι. Τυγχάνει να είναι εδώ στη ντάνα και βαπόρια της εταιρείας. Σε κάθε βαπόρι από 1-2 βατσιμαναίοι. Εγώ σκαντζάρω τον Πέτρο, ο Πέτρος σκαντζάρει εμένα.
Αυτό το βαπόρι κάποτε ήταν βασιλοβάπορο. Εδώ πέρα στο εικοσιτετράωρο ήταν χίλιοι επιβάτες. Ζωή μεγάλη εδώ, με τα σαλόνια του, με τις τραπεζαρίες του, με τα μπαρ του. Ας πούμε τώρα ότι ξεκουράζεται το βαπόρι και μαζί μ' αυτό κι εμείς.
Περνώντας από το ένα πλοίο στο άλλο...
Στο πόδι, εκεί στη σκάντζα, ρωτάμε αν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Γιατί αυτά τα πράγματα ο ένας τα διαβιβάζει στον άλλο. Αν είναι όλα καλά θ' ανέβω απάνω, θα πάω στην καμπίνα μου, θα αλλάξω, θα βάλω τα ρούχα της δουλειάς, θα πάρω το φακό μου και θα κατέβω στο μηχανοστάσιο.
Στη σκάντζα βοηθά ο ένας τον άλλο. Εκεί τα λέμε...
Όταν έχει κακοκαιρία καμιά φορά κι έχει απαγορευτικό, η λάντζα δεν μας φέρνει μέσα. Όπως πέρυσι, που είχε πλημμύρα στην Ελευσίνα. Έτσι οι αντικαταστάτες μας δεν ήρθαν, εμείς βέβαια το είχαμε καταλάβει, έχουμε κι ένα τρανζίστορ και ακούμε ειδήσεις. Μείναμε μέσα. 'Οπότε επιτρέψει ο καιρός θα έρθει ο αντικαταστάτης και θα σηκωθούμε να φύγουμε εμείς. Κάπως ο ένας με τον άλλον, θα τη βγάλουμε.
Έρχονται οι αντικαταστάτες...
Πέρυσι, κάναμε εδώ στη ντάνα Πρωτοχρονιά και παίξαμε 31. 'Όλες τις γιορτές, τις περισσότερες, τις περνάμε στα καράβια μέσα. Πίνουμε, τρώμε, το καλαμπουρίζουμε, καμιά φορά χορεύουμε κιόλας, τραγουδάμε.
Όπου υπάρχει νερό έχω ταξιδέψει. Με τα ωραία μας, με τις περιπετειούλες μας, με τις αναμνήσεις μας. Και τώρα λέω καμιά φορά, ρε Νικόλα, να ήμουν σ' ένα φορτηγό, δε θέλω πολύ, έτσι, κανένα εξάμηνο, να έκανα ένα γύρο, έτσι να θυμηθώ τα νιάτα μου, τα αυθεντικά μου.
Παίζοντας χαρτιά για να περάσει η ώρα...
Θα ξεκινήσω την βάρδια από τα μπαλόνια. Θα δω γύρω-γύρω. Και μετά τα παιδιά δίπλα, αν έχουν κανένα πρόβλημα. Θα τα βοηθήσω και να με βοηθήσουνε και η ζωή μας περνάει κατ' αυτόν τον τρόπο. Τα βραδάκια μαζευόμαστε κάπου, θ' ανάψουμε τα φαναράκια μας μόλις σουρουπώσει, θα συναντηθούμε όλοι οι συνάδελφοι της ντάνας και θα συνεννοηθούμε. Ρε παιδιά που θα κάτσουμε; Θα κάτσουμε στο τάδε βαπόρι, στην τραπεζαρία. Αν είναι χειμώνας ανάβουμε και μια σομπούλα, την αράζουμε γύρω από ένα τραπεζάκι και έχουμε και το κρασάκι μας, έχουμε και τα μεζεδάκια μας, πολλές φορές τα φτιάχνουμε και μόνοι μας και καθόμαστε ίσα να παίξουμε κανένα ταβλάκι ή καμία πρέφα για να περάσει λίγο η ώρα.
Ή, τάβλι με τον διπλανό...
Μετά πάμε μερικοί για ύπνο. Οι άλλοι βέβαια, ας έχει καλοσύνη, ας έχει κακοκαιρία, δύο άτομα, ας πούμε ένα νούμερο, θα κάτσουν να... βατσιμανεύουν τα βαπόρια. Υπάρχει άνθρωπος όλο το βράδυ που γυρίζει τη ντάνα κι επιθεωρεί. Γιατί κοίταξε να δεις, κάβοι είναι αυτοί, σχοινιά κόβονται, μπαλόνια και για να μη βρει η λαμαρίνα με λαμαρίνα και κάνουμε καμιά ζημιά.
Χαιρετώντας την λάτζα που φεύγει...
Και τώρα, τι να σου πω, σα να έχεις πάρει μια ωραία κοπέλα, να την έχεις βαλσαμώσει και να την έχεις βάλει σε μια γυάλα μέσα. 'Έτσι ήταν αυτό το βαπόρι κάποτε. Και τώρα το βλέπεις έτσι, και λες, ρε γαμώτο, αυτό είναι το βαποράκι, το όμορφο, αυτή ήταν η ωραία κοπέλα κάποτε. Αλλά, κι έτσι όπως είναι τώρα, έχει την ομορφιά της, γιατί την έχουμε ζήσει την ομορφιά της Στεναχωριέμαι, ναι, αλλά κι από την άλλη, ας πούμε, όταν πάω να ξαπλώσω εκεί μέσα στην καμπίνα, όλο και κάτι θα φέρω στο μυαλό μου για τις ομορφιές της. Κατάλαβες; Και το πρωί που θα σηκωθώ θα πω "καλημέρα κοπέλα μου".»
«Εν Άνδρω»