Επενδύσεις έως 2 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως στις ανεπτυγμένες οικονομίες για ΑΠΕ!!!
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 18/9/20
(Από τα πολλά και ενδιαφέροντα άρθρα για το που βαδίζει ο κόσμος στις επόμενες δεκαετίες είναι αυτό της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ που έστειλε ο αναγνώστης μας ΓΓ και το οποίο αποτυπώνει προβληματισμούς και σχεδιασμούς κυβερνήσεων και μεγάλων οικονομικών ομίλων για μια οικονομία χωρίς άνθρακα και καυσαέρια. Το δημοσιεύουμε προς προβληματισμό των αναγνωστών μας. Οι ΑΠΕ είναι εδώ για να μείνουν. Από εμάς εξαρτάται να προτείνουμε τις καλύτερες λύσεις για την Άνδρο, να θέσουμε όρια και να επιμείνουμε σε αυτά όλοι μαζί ώστε να επιτύχουμε το καλύτερο αποτέλεσμα για το νησί μας - ΕΝ ΑΝΔΡΩ).
Πρόσθετες επενδύσεις αξίας ενός έως δύο τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως θα χρειαστούν αν οι ανεπτυγμένες οικονομίες θέλουν να επιτύχουν τον φιλόδοξο στόχο που έχουν θέσει για μηδενικές εκπομπές καυσαερίων και μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα έως το 2050.
Στην εκτίμηση προέβη χθες, στο πλαίσιο σχετικής έκθεσής της, η Επιτροπή Ενεργειακής Μετάβασης (ETC), ένας συνασπισμός από 40 παραγωγούς ενέργειας, βιομηχανικούς ομίλους και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ανάμεσά τους ο βιομηχανικός όμιλος χαλυβουργείων ArcelorMittal, οι πετρελαϊκές ΒΡ και Shell, αλλά και η ενεργειακή εταιρεία ανανεώσιμων πηγών Orsted, που αυτοχαρακτηρίζεται ως η πλέον βιώσιμη εταιρεία στον κόσμο, καθώς και οι τράπεζες HSBC και Bank of America.
Αντίκτυπος
Όπως τόνισε η ETC, οι επιπλέον επενδύσεις που απαιτούνται αντιστοιχούν στο 1% με 1,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αναφερόμενη στον οικονομικό αντίκτυπο που μπορεί να έχουν αυτές οι πρόσθετες δαπάνες, η ETC εκτιμά πως έως το 2050 θα έχει μειωθεί το βιοτικό επίπεδο ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών κατά λιγότερο από το 0,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει, όμως, στην ανάγκη για σαφώς πιο αποτελεσματική χρήση της ενέργειας, ενώ η παγκόσμια προσφορά ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να τετραπλασιαστεί ή και να πενταπλασιαστεί για να φτάσει στις 90.000 τεραβατώρες. Όσον αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αιολική και ηλιακή, πρέπει να σημειώσουν αύξηση εξαπλάσια εκείνης που κατεγράφη στον κλάδο στη διάρκεια του περασμένου έτους.
Παράλληλα, όμως, η ETC υπογραμμίζει πως τα κτίρια, τα ταξίδια και οι μεταφορές αλλά και οι βιομηχανίες θα πρέπει να χρησιμοποιούν εφεξής ηλεκτρική ενέργεια, ενώ όταν αυτό δεν είναι δυνατόν πρέπει να τροφοδοτούνται με ενέργεια από υδρογόνο. Πέραν αυτών, όση χρήση ενέργειας απομένει πρέπει, σύμφωνα πάντα με την ETC, να απαλλαγεί πλήρως από το αποτύπωμα του άνθρακα με τη χρήση των μηχανισμών εγκλωβισμού του άνθρακα και της αποθήκευσής του αλλά και με τη χρήση της βιώσιμης βιοενέργειας.
Παρουσιάζοντας την εν λόγω έκθεση, ο συνδιευθύνων την ETC, Αντέρ Τέρνερ, τόνισε πως χωρίς αμφιβολία «είναι τεχνικώς και οικονομικώς εφικτό να φτάσουμε σε μια οικονομία με μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα το 2050, όπως άλλωστε είναι ανάγκη να φτάσουμε». Όπως υπογράμμισε, όμως, «θα είναι κρίσιμη η αναγκαία δράση μέσα στην επόμενη δεκαετία, διαφορετικά θα είναι πολύ αργά». Ανέφερε δε ότι ειδικότερα οι αναπτυσσόμενες χώρες πρέπει να είναι σε θέση να μηδενίσουν τις εκπομπές καυσαερίων έως το 2060 το αργότερο, γι’ αυτό και απαιτείται να προσελκύσουν επενδυτές από τον ιδιωτικό τομέα που θα χρηματοδοτήσουν πράσινες επενδύσεις και θα διευκολύνουν τη μετάβαση.
Μηχανισμοί
Πρόσθεσε, άλλωστε, με έμφαση πως «όταν λέμε μηδέν, πρέπει να εννοούμε μηδέν και όχι κάποιο σχέδιο που θα βασίζεται σε μια μόνιμη και εκτεταμένη χρήση μηχανισμών για να εξισορροπούμε τις συνεχιζόμενες εκπομπές καυσαερίων».
Όσον αφορά την πρόοδο που έχουν σημειώσει οι διάφορες χώρες προς τη μείωση των εκπομπών καυσαερίων και τη μετάβαση σε καθαρή ενέργεια, η ETC κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην Κίνα. Όπως τονίζει στη σχετική έκθεσή της, η δεύτερη οικονομία στον κόσμο διαθέτει τόσο τους πόρους όσο και την τεχνολογία για να εξελιχθεί με μια πλούσια οικονομία απαλλαγμένη από τις εκπομπές καυσαερίων έως το 2050.