Το βιβλίο στην Ελλάδα, μια αισθητική και ιστορική προσέγγιση
Του Γιάννη Μαμάη
Υπεύθυνου σχεδιασμού εκδόσεων Gutenberg
Θα ήθελα νὰ πῶ δυὸ λόγια γιὰ τὴ μορφὴ τῶν βιβλίων και γιὰ ζητήματα αἰσθητικῆς τῶν ἐντύπων.
Καὶ θ’ ἀρχίσω μὲ μιὰ τοποθέτηση: Κρίνω ὅτι τὰ βιβλία ποὺ ἐκδίδονται σήμερα, στὸ μεγαλύτερο μέρος τους, δὲν ἔχουν τὴν ἀρτιότητα ποὺ θὰ προσδοκοῦσε κανεὶς ἀπὸ τὶς προόδους τῆς ἐποχῆς.
(Παρένθεση: Δὲλέω πὼς δὲν ὑπάρχουν «ἐξαιρέσεις». Ὑπάρχουν. Καὶλαμπρές – ὁ Σταῦρος Πετσόπουλος, ὁ Αἰμίλιος Καλιακάτσος, οἱ ἄνθρωποι τοῦ ΜΙΕΤ ἢ κάποιων ἱδρυμάτων ἐδῶ κι ἐκεῖ, καθὼς καὶ ὁρισμένα σχετικὰ πρόσφατα ἐκδοτικὰ σχήματα μὲ «στενό», πλὴν ἀξιέπαινο, κύκλο ἐργασιῶν... Ἀλλὰ οἱ «ἐξαιρέσεις» εἶναι ἀδικαιολόγητα λίγες. Στὶς προθῆκες τῶν μεγάλων βιβλιοπωλείων ἀφθονοῦν οἱ ἀκαλαίσθητες ἐκδόσεις – ὄχι οἱ προσεγμένες.)
Προτείνω μιὰ σύγκριση μὲ τὰ βιβλία ποὺ κυκλοφόρησαν στὴν Ἑλλάδα τὴ δεκαετία τοῦ’40. Μέσα στὶς δυσμενέστερες συνθῆκες, μέσα στὴ χειρότερη ἔνδεια, παραχθήκανε θαυμαστὰ δείγματα τυπογραφικῆς τέχνης...
Μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ πολλὰ γιὰ τοὺς ὅρους ποὺ τότε εὐνόησαν αὐτὴ τὴν ἐκλεκτὴ παραγωγή. Σημασία ἔχει ὅτι κατορθώθηκε μὲ μιὰ τεχνολογία ποὺ λίγο διέφερε ἀπὸ κείνη τοῦ Γουτεμβέργιου...
Φρονῶ ὅτι θὰ ἐξηγούσαμε καλύτερα τὰ ἐπιτεύγματα ἐκείνης τῆς περιόδου, ἂν παρατηρούσαμε αὐτὸ ποὺ συμβαίνει σήμερα. Καὶ συμβαίνει ὅ,τι κατηγοροῦσε σὲμερικοὺς ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του ἐκδότες ὁγερο-Γκοβόστης: «Τί ξέρετε ἐσεῖς ἀπὸ βιβλία;» ἔλεγε, ὅταν μοχθοῦσε νὰ βγάλει τὸν Ντοστογιέφσκι κι ἔπεφτε πάνω στὴν ἀποδοκιμασία τους· «ἐσεῖς εἶστε χαρτέμποροι· χαρτὶ πουλᾶτε.» (Μιὰ ἄλλη, θρυλικὴ φυσιογνωμία τῆς βιβλιοφιλικῆς παραγωγῆς, ὁ Φίλιππος Βλάχος, τὸ ἔλεγε ἀλλιῶς: «Μαῦρα γράμματα σὲ ἄσπρο χαρτί...»)
Ἐπιτρέψτε μου νὰ άναφέρω ἕνα κείμενο πολὺ πιὸ σύγχρονο μὲ ἀνάλογες κρίσεις: Εἶναι τοῦ Γιώργου Βαρλάμου...
«Ἡ παράδοση τῆς τυπογραφίας, τόσο πλούσια καὶ σοφή, ἄφησε κανόνες τέτοιους πού, ἀκολουθώντας τους, καταφέρνουμε νὰ φτιάξουμε βιβλία εὐκολοδιάβαστα καὶ καλόγουστα, ποὺ φτάνουν νὰ εἶναι σωστὰ στολίδια γιὰ τὴ βιβλιοθήκη. Τὸ κακὸ εἶναι ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ τυπογράφοι σήμερα, κάνοντας ἕνα ἐπάγγελμα πιὸ πολὺ κερδοσκοπικὸ παρὰ ἀγαπητό, ἀγνοοῦν κανόνες καὶ παράδοση. Τὸ θράσος ποὺ δίνει ἡ ἄγνοια (ἐκδοτῶν, τυπογράφων καὶ διανοουμένων) ἔχει σὰν ἀποτέλεσμα τὴν κυκλοφορία βιβλίων πού, σὲ πολὺ μεγάλο ποσοστό, εἶναι δυσκολοδιάβαστα, κουραστικὰ καὶ ἄσχημα.
Εἶναι δὲ ν’ ἀπορεῖ κανεὶς μὲ τοὺς συγγραφεῖς, πῶς ἀφήνουν νὰ γίνονται τὰ ἔργα τους ἑστίες κακογουστιᾶς κι ἀντιπάθειας γιὰ τὸ βιβλίο».
Μὲ βρίσκουν ἀπολύτως σύμφωνο οἱ διαπιστώσεις τοῦ Βαρλάμου...
Κι ἐπιστρέφω στὶς αἰτίες τοῦ σήμερα.
Φρονῶ, λοιπόν, ὅτι σήμερα τὸ ἔλλειμμα αἰσθητικῆς πηγάζει ἀπὸ ἀδιαφορία καὶ ἄγνοια (αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ εἶχαν ἐξαφανιστεῖ μέσα στὰ χρόνια τοῦ Πολέμου καὶ τοῦ Ἐμφυλίου). Καὶ γιὰ τὰ δυὸ ἔχει εὐθύνη ἡ ἀπουσία καλλιέργειας, σπουδῆς, μαθητείας. Γιὰ τὴν ἄγνοια, εἰδικότερα, θὰ πρόσθετα καὶ τὶς πλάνες ἀπὸ ἐρασιτεχνισμό.
Τὴν ἀδιαφορία δὲν θὰ τὴ σχολιάσω. Οἱ αἰτίες της μὲ «χτυπᾶνε στὴν καρδιά». Θὰ μείνω λίγο στὴν εἰδικότερη αἰτία τῆς ἄγνοιας: τὴν πλάνη ἀπὸ ἐρασιτεχνισμό.
Καὶ σὰν τέτοια πρέπει νὰ θεωρήσουμε τὴν ἐπιμονὴ πολλῶν (ἀναγνωστῶν καὶ ἀνθρώπων τοῦ βιβλίου) ὅτι αὐτὸ τὸ ὄργιο πολύχρωμων ἐξωφύλλων καὶ ἀτυχῶν ἐκζητήσεων στὴ σελίδωση εἶναι καλαίσθητο, ὅτι τὰ «παντρέματα» τῶν πιὸ ἑτερόκλιτων γραμματοσειρῶν καὶ ἡ ἐπιστράτευση χαράξεων προορισμένων γιὰ ἀφίσες ἢ γιὰ ταμπέλες καταστημάτων πλουτίζει καὶ ἀνανεώνει τὴν αἰσθητικὴ τοῦ βιβλίου...
Πλάνη ἀπὸ ἐρασιτεχνισμὸ ἀποτελεῖ ἡ ἰδέα ὅτι τὸ βιβλίο εἶναι ἕνα ἔντυπο ὅπως ὁποιοδήποτε ἄλλο, ποὺ προσφέρεται γιὰ πειραματισμοὺς ξένους πρὸς τὴν κύρια ἀποστολή του, δηλαδὴ τὸ ἐκτενὲς καὶ ἀπρόσκοπτο διάβασμα – πειραματισμοὺς ποὺ διανύουν ὅλο τό φάσμα: ἀπὸ τὶς προτάσεις τῆς «ἀνατρεπτικῆς τυπογραφίας» καὶ τὶς «φαντεζὶ» ἐπινοήσεις ὣς τὴ διαφημιστικὴ ἕλξη καὶ τὸ ἀμέριμνο ξεφύλλισμα (σὰν τὰ περιοδικὰ«ποικίλης ὕλης»).
Πλάνη ἀπὸ ἐρασιτεχνισμό, τέλος, πρέπει νὰ χαρακτηρίσουμε τὴν ἐντύπωση (διάχυτη ἀκόμα καὶ στὸν κόσμο τῆς παραγωγῆς) ὅτι τὸ «ὡραῖο βιβλίο» εἶναι ἀκριβό! (Τὸ λέω αὐτὸ ἐπειδὴ κάποτε συγκατατίθενται νὰ ὁμολογήσουν καὶ οἱ πιὸ δύσπιστοι ὅτι ὑπάρχει ἕνας τύπος βιβλίου ποὺ εἶναι πραγματικὰ ὅμορφο.) Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, αὐτὸ δὲν εἶναι δικαιολογία γιὰ νὰ μὴ γίνει ὡραῖο ἕνα βιβλίο· τὸ ἀντίθετο... (Τότε ἡ συμβολὴ τοῦ ἐκδότη στὴν ὑπόθεση τοῦ βιβλίου περιορίζεται ἀφάνταστα. Ἔτσι τουλάχιστον ἐγὼ τὸ καταλαβαίνω.) Κι ἔπειτα, δὲν εἶναι ἀκριβό: Μπορεῖ νὰ στοιχίζει λίγο σὲ χρόνο ἀπασχόλησης, τουλάχιστον κατὰ τὴ φάση τοῦ προγραμματισμοῦ του. Ἀλλὰ σὲ τίποτε περισσότερο...
Στὴ βάση ὅλων αὐτῶν τῶν αἰτιῶν βρίσκεται ἡ παρεξήγηση τῆς τεχνολογίας. Χρειάζεται ἢ δὲν χρειάζεται, καὶ σὲ ποιούς, ἡ γνώση τῆς τυπογραφικῆς παράδοσης στὴν ἐποχὴ τῶν ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν; – αὐτὸ εἶναι τὸ ἐρώτημα. Οἱ ὑπολογιστὲς διευκόλυναν ἀφάνταστα τὴν παραγωγικὴ διαδικασία· ὁ καθένας μπορεῖ νὰ «στήσει» ἕνα ἔντυπο καὶ νὰ τὸ στείλει στὸ πιεστήριο γιὰ διάφορες μορφὲς ἐκτύπωσης. Αὐτὴ ἡ εὐκολία, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὶς πλάνες ποὺ προανέφερα, ἔφερε μιὰ νέα φάση ὑποβάθμισης στὸ βιβλίο (μετὰ ἀπὸ ἐκείνην τῆς φωτοσύνθεσης, τὴ δεκαετία 1975-1985 κυρίως). Κατὰ τὴ γνώμη μου, οἱ εὐκολίες τῶν ὑπολογιστῶν εἶναι ἀπαράδεκτο νὰ πηγαίνουν χ α μ έ ν ε ς, ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς ἀδιαφορίας. Ἡ εὐκαιρία εἶναι «χρυσή».
Ο Γιάννης Μαμάης των εκδόσεων Gutenberg
Καὶ δυὸ λόγια γιὰ τὴ «γραμμὴ» τῶν Ἐκδόσεων Gutenberg ὡς πρὸς τὸ ζήτημα.
Τὰ βιβλία τῆς πρώτης εἰκοσαετίας τοῦ Gutenbergεἶναι τεκμήρια τῆς τυποτεχνικῆς παράδοσης ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴ χώρα μας. Εὐχῆς ἔργο εἶναι ὅτι ὁ ἐκδοτικὸς οἶκος διέθετε καὶ διατήρησε ἐν ζωῆ(1964-1987) ἕνα παραδοσιακὸ τυπογραφεῖο-βιβλιοδετεῖο ἀπ’ ὅπου παρήλασαν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς καλύτερους τεχνίτες. Ἀνάμεσά τους, ὅμως, ξεχωρίζω τὸν Νίκο Σκιαδά, συγγραφέα ἄλλωστε καὶ σημαντικῶν ἔργων γιὰ τὴν τυπογραφία (τὸ Χρονικὸ τῆς Τυπογραφίας, τὸ τρίτομο Χρονικὸ τῆς Ἑλληνικῆς Τυπογραφίας, τὴν Τυπογραφικὴ Δεοντολογία κ.ἄ.)... Μὲ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ 5ου τόμου τῶν ποιητικῶν ἁπάντων τοῦ Γιώργου Σαραντάρη, τὸ τυπογραφεῖο ἔκλεισε, ἀφοῦ συνταξιοδοτήθηκε κι ὁτελευταῖος τυπογράφος.
Ἤδη, ὅμως, ἀπὸ τὸ 1975-1976 προσπαθοῦμε νὰ ἀξιοποιήσουμε τὴ φωτοσύνθεση. Ἡ διαφορὰ τεράστια: σὲ φωτογραφικὸ χαρτὶ τὰ κείμενα, διορθώσεις καὶ νέο φωτογραφικὸ χαρτί (σὲ ρολά – τὰ «μπαστούνια»), σελιδοποίηση τοῦ τελικοῦ δοκιμίου πάνω σὲ φωτοτράπεζα μὲ«μιλιμετρέ», κομμάτια, «τσόντες», φωτογράφηση, ἔνθεση τῶν φωτογραφιῶν στὸ μοντὰζ καὶπάει λέγοντας... Κάποιοι, τότε, ἀντιστάθηκαν στὴ φωτοσύνθεση (Καλιακάτσος, Πετσόπουλος...). Ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικότερα βιβλία τοῦ Gutenbergμὲτὴν τεχνολογία αὐτὴ ἦταν τὸ Λεξικὸτῶν Συνθετῶν τοῦΡολὰντ ντὲ Καντέ (1987) – ὁ συγγραφέας του τὸ ὑποδέχτηκε μὲ ἀνυπόκριτο θαυμασμό, καὶ στὴν εὐχαριστήρια ἐπιστολή του σημείωνε: «Εἶναι τιμὴ γιὰ τὴν κοινωνία μας νὰ σχεδιάζονται ἔτσι τὰ βιβλία.»
Οἱ μορφικὲς ἀνησυχίες τῆς παραγωγῆς ἐκδηλώθηκαν ζωηρότερα ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’90 καὶ ἑξῆς, μὲ τὴ στροφὴ στὸ Σύστημα Ἐπιτραπέζιας Τυπογραφίας – τὴ διάδοχη κατάσταση τῆς φωτοσύνθεσης, ποὺ εἶχε στὸ μεταξὺ κι αὐτὴ ἐξελιχθεῖ. Καρποὶ ἐκείνης τῆς περιόδου ἦταν σειρὲς βιβλίων ὅπως ἡ «Λογοτεχνία γιὰ Νέους», ἡ «Ἰδέες καὶ Συστήματα», τὸ «Μυστικὸ καὶ τὸ Παράδειγμα», ἡ «Orbis Literae», ἡ «Γλωσσολογικὴ Βιβλιοθήκη»... Στὶς σειρὲς αὐτὲς δοκιμάστηκαν κι ἄλλοι τύποι σελιδοποίησης, τρόποι βελτίωσης τῶν γραμματοσειρῶν ποὺ ὑπῆρχαν (ἤδη καλύτερα σχεδιασμένες), διαφόρων καὶ διαφορετικῶν διαστάσεων ἐκδόσεις κλπ. Εἴχαμε τὴν τύχη, ἀπὸ τότε καὶ μέχρι σήμερα, νὰ συνεργαστοῦμε μὲ ἐκλεκτοὺς θεράποντες τῆς σύγχρονης τεχνολογίας, καλοὺς μάστορες τοῦ φὶλμ καὶ τῶν ἐκτυπώσεων, ἀτελιὲ μὲ ἀξιώσεις, φιλότιμους ἐπιμελητὲς κειμένου...
Καί, ἐδῶ καὶ δέκα-δεκαπέντε χρόνια, διαμορφώθηκε, κοντὰ στὶς ἄλλες ἐκδόσεις τοῦ οἴκου, μιὰ πρόταση πιὸ συνεκτικὴ καὶ πιὸ συγκεκριμένη, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὴν εἰσήγησή μας γιὰ τὴ μορφὴ βιβλίου ποὺ μπορεῖ μελλοντικὰ νὰ ἀντέξει, ἴσως, στὸν ἀνταγωνισμὸ μὲ τὸ ἠλεκτρονικό του παράλληλο. Δὲν ἀποκλείστηκαν οἱ μορφολογίες ποὺ δοκιμάστηκαν μὲ περισσότερη ἢ λιγότερη ἐπιτυχία σὲ δημοσιεύματα «δεσμευτικοῦ» περιεχομένου (ἐπιστημονικὰἐγχειρίδια π.χ.). Βελτιώθηκαν κι αὐτές. Κυρίως, ὅμως, δρομολογήθηκε ἀθρόα ἡ παραγωγὴ μιᾶς σειρᾶς τίτλων ποὺ δοκιμάζουν τὴν ἐφαρμογὴ ἐπιτυχημένων συμπερασμάτων τῆς τυπογραφικῆς παράδοσης μὲ τὸν σύγχρονο τεχνολογικὸ ἐξοπλισμό.
Θὰ προσδιόριζα τὰ κυριότερα χαρακτηριστικὰ αὐτῶν τῶν ἐκδόσεων ὡς ἑξῆς:
— Μέριμνα γιὰ τὶς πιὸ καλοσχεδιασμένες γραμματοσειρές.
— Σεβασμὸς σὲ θεμελιώδεις ἀρχὲς τῆς σελιδοποίησης.
— Παγίωση ἐπιμέρους ἐπιλογῶν στὴ μορφολογία τοῦ κειμένου.
— Ἀναζήτηση καλαίσθητων πρωτοβουλιῶν καὶ λύσεων στὸ παραπάνω πλαίσιο.
Ἀκούγονται κάπως ἀόριστα ὅλα αὐτά. Ἀλλὰ νομίζω ὅτι τὰ ἴδια τὰ βιβλία εἶναι ὁ καλύτερος μάρτυρας γιὰ τὸ πῶς τὰ ἀντιλαμβανόμαστε.
Ἐννοεῖται πὼς οἱ ἀναζητήσεις σὲ μιὰ τέχνη δὲν τελειώνουν ποτέ – καὶ τὴν ἔντυπη ἔκδοση σὰν τέχνη τὴν ἀντιμετωπίζουμε. Μιὰ τέχνη ποὺ ὑπηρετεῖ μιὰν ἄλλη τέχνη: αὐτὴ τοῦ λόγου. Καὶ ποὺ ἀντλεῖ τὸ κύρος της ἀπὸ τὴν ἄρνηση νὰ ὑπηρετήσει ἔργα «ἀνάξια ...λόγου».
Γι’ αὐτὸ καὶ θεωρῶ ὅτι οἱ πιὸ καλοφτιαγμένες ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις μας ὀφείλουν πολλὰ στὰ ἴδια τους τὰ κείμενα – στὴν ἀρτιότητά τους, τὸν ἐξοπλισμό τους, τὴ φιλοκαλία τῶν δημιουργῶν καὶ τῶν συντελεστῶν τους ἐνγένει...
Κλείνω, ὡστόσο, μὲ μιὰ τελευταία ἐπιφύλαξη: Ὅσο κι ἂν οἱ τυποτεχνικὲς προτάσεις ἀποκαλύπτουν ἐλπίδα –ἐλπίδα ὅτι θὰ βελτιωθοῦν τὰ πράγματα στὴν ἐκδοτικὴ πρακτική μας–, προσωπικὰ μὲ «τρώει» ὁ φόβος ὅτι ἡ τύχη τοῦἔντυπου βιβλίου, ἴσως ὄχι μόνο στὴ χώρα μας, δὲν θὰ εἶναι καλή. Καὶ μεγάλη εὐθύνη θὰ φέρουν γι’ αὐτὸ οἱ δυὸ αἰτίες ποὺ προανέφερα: ἡ ἀδιαφορία καὶ ἡ ἄγνοια...
Σκέφτομαι (καὶ τὸ ἔχω πεῖ ἀλλοῦ) ὅτι, ἂν βλέπαμε τὸν σχεδιασμὸ ἑνὸς βιβλίου σὰν μιὰ χειρουργικὴ ἐπέμβαση, τότε ἡ σχέση συγγραφέα-ἐπιμελητῆ-ἐκδότη θὰ ἦταν διαφορετική. Ὁ ἀσθενὴς δὲν πάει στὸ νοσοκομεῖο καὶ ἀρχίζει διάλογο γιὰ τὴ δόση τοῦ ἀναισθητικοῦ ἢ τὸ πῶς θὰ χρησιμοποιήσει ὁ χειρουργὸς τὸ νυστέρι. Αὐτὰ τὰ ἀφήνει στοὺς γιατρούς. Κάπως ἔτσι θὰ ἔπρεπε νὰ γίνεται καὶ μὲ τὸ σχεδιασμὸ τῶν βιβλίων.
Σημ. Το παραπάνω κείμενο ήταν η ομιλία του Γιάννη Μαμάη στην εκδήλωση για τα 50 χρόνια των εκδόσεων Gutenberg, που έγινε στο Βιβλιοπωλείο Ιανός στις 29 Ιανουαρίου 2014. Είναι μια σημαντική κατάθεση για τον πολιτισμό και την ιστορία του βιβλίου στην Ελλάδα από ένα άνθρωπο που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο καλαίσθητο βιβλίο και από έναν εκδοτικό που έχει εκδώσει αριστουργήματα. Και κάτι ιδιαίτερο: Ανήκει σε ανδριώτες πράγμα που τιμά το νησί μας.