Κώστας Καπλάνης: Η ζωή ενός από τους σημαντικότερους συνθέτες του ρεμπέτικου.
Γράφει ο Άγγελος Σφακιανάκης
Κώστας Καπλάνης
Είχε ένα βήμα ελαφρύ. Δίχρωμο δετό παπούτσι. Πάντα καλοντυμένος. Πάντα καλοσυνάτος. Δεν θα φανταζόσουνα ποτέ ότι ο Κώστας Καπλάνης γλίτωσε από τη Μικρασιατική Καταστροφή όταν ήταν τριών χρονών. Πέρασε από το Τσεσμέ στη Χίο με την οικογένειά του κι από κει, την επόμενη χρονιά, στα Ταμπούρια στον Πειραιά. Την πείνα και την ανέχεια που έζησε δεν την έβλεπες. Η καλοσύνη της φτωχής γειτονιάς φαινότανε. Η καπατσοσύνη και η δίψα για ζωή επίσης. Σχολείο δεν πήγε. Με το που έφτασαν, πήγε για μεροκάματο. Δουλειές του ποδαριού. Στα 16 του μαθαίνει την «μπαρμπερική», όπως λέει. Με κάτι οικονομίες τού άνοιξε ο πατέρας του μπαρμπέρικο. Τα μπαρμπέρικα είχαν όργανα μέσα κι έπαιζαν οι θαμώνες στην αναμονή. Έπαιζε κι ο μπαρμπέρης.
Σταύρος Κουγιουμτζής - Κώστας Καπλάνης, Μάιος 1975 (Από το αρχείο του Θανάση Γιώγλου)
Το λέει κι ο Ζαμπέτας «Στα μπαρμπέρικα είχανε μπουζούκια και άκουγες και Στράους!». Στην αρχή λίγο μαντολίνο, μετά λίγο κιθάρα. Μάθαινε μόνος του. Παθιάζεται με τα όργανα. Μπήκε για κούρεμα ένας επαγγελματίας μουσικός και τα βρήκανε. «Κούρεμα-ξύρισμα εγώ. Θα μου δείχνεις κιθάρα εσύ». Είχε κλίση. Την τρίτη βδομάδα τον πήρε ο μουσικός στο συγκρότημά του. Έμαθε τη Χαβάγια. Ακούει τον Βαμβακάρη και μαγεύεται. Και η μοίρα τού στέλνει κι άλλον πελάτη μουσικό, μπουζουξή αυτή τη φορά που, ενώ παίζει καταπληκτικά, δεν είναι επαγγελματίας. Πάλι τα καταφέρνει και τα μαθήματα γίνονται ανταλλακτικά κι ο νεαρός Καπλάνης, «το μπαρμπεράκι», γίνεται σύντομα μπουζουξής. Χωρίς όργανο. Ανταλλακτικά θα νοικιαστεί και ένα μπουζούκι. Παίζει πρώτα με τον Μπάτη στην Κατοχή και τρέχουν από τον Πειραιά στο Μενίδι για «μια φρατζόλα ψωμί». Γνωρίζεται με τον Μητσάκη. Τον φιλοξενεί ο Χιώτης στην Αθήνα. Το 1945 τον παίρνει ο Σπύρος Περιστέρης, ο μαέστρος της Odeon, στην κομπανία του. Ξανανοίγουν οι δισκογραφικές. Πρώτη ηχογράφηση που συμμετέχει είναι «Ο πασατέμπος» του Χιώτη.
Ο πασατέμπος (Γεωργακοπούλου, Στελλάκης)
Στην αίθουσα ηχογράφησης ο Χιώτης, ο Σπαγγαδώρος, ο Περιστέρης και ο Καπλάνης. Μπήκε στα βαθιά. Βαφτίστηκε το μπουζούκι της Odeon. Σε αυτή τη δουλειά δεν έπρεπε να κάνεις λάθος γιατί θα χαλούσες «το κερί» της εγγραφής. Για να φτιάξουν άλλο, ήθελε μισή ώρα. Κάθε εγγραφή είχε τρία «κεριά» περιθώριο. Στις ηχογραφήσεις έπαιζαν οι «αλάνθαστοι». Στην Κατοχή γράφει τραγούδια. Αρκετά θα γίνουν επιτυχίες όταν ηχογραφηθούν. Το 1947 θα ηχογραφήσει το πρώτο δικό του τραγούδι με τη Γεωργακοπούλου στην Parlophone. «Έπαυσα να σ’ αγαπώ». Την ίδια χρονιά πηγαίνει στην Odeon, στον παππού Μάτσα, το «Είμαι απόψε στα μεράκια» και το «Μινόρε της αυγής» επηρεασμένος από το «Μινόρε του τεκέ» του Τζακ Χαλικιά Γρηγορίου.
ΤΟ ΜΙΝΟΡΕ ΤΟΥ ΤΕΚΕ, 1932, ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΛΙΚΙΑΣ
Ορχηστρικό που συγκίνησε όλους τους μουσικούς τότε. Ο Παπαϊωάννου έλεγε πως αυτό ήταν η αιτία που έπιασε το μπουζούκι. Ο Μάτσας αλλάζει τους απλοϊκούς στίχους του συνθέτη και φτιάχνει ένα ρομαντικό στόρι που τότε δεν διακρίθηκε. Επιτυχία τότε είχε γίνει η «άλλη όψη». Το «Είμαι απόψε στα μεράκια». Ο Καπλάνης επιστρατεύεται το 1947. Στον δίσκο γράφεται για το «Μινόρε» συνθέτης ο Περιστέρης. Ο Καπλάνης θα το πάρει χαμπάρι το 1949, όταν γυρνάει από τον στρατό. Ενώ τα βρίσκουν με τον Περιστέρη, η πατρότητα του «Μινόρε» δεν διορθώνεται από αμέλειες και ατυχίες. Λίγο η Αμερική, λίγο οι περιοδείες. Τελικά ο Περιστέρης διαβαίνει το κατώφλι της ζωής το 1965 και του Καπλάνη θα του μείνει το παράπονο. Το 1950 θυμάται η Μπέλλου που παίζανε στις Τζιτζιφιές στου «Καλαματιανού». Η τουαλέτα ήταν υπαίθρια. Στο διάλειμμα πάει η Σωτηρία για την ανάγκη της και σε λίγο ακούει από έξω ανάσες και ψιθύρους κι ένα μπουζούκι σαν να ψάχνει τη νότα. «Τι 'ναι τούτο» λέει μέσα της. Ξεχωρίζει την φωνή του Καπλάνη που λέει ξεκαρδισμένος «Από Σι κατουράει παιδιά, από Σι». Τα παλιόπαιδα, τα ατίθασα. Ακόμα τους κυνηγάει.
Τον χειμώνα ο Καπλάνης παίζει με τον Παπαϊωάννου. Τον παίρνει ο Χειλάς στην ταβέρνα του και του φέρνει τραγουδίστρια, μια καινούργια μικρή από την Πάτρα. Είναι η Μαίρη Λίντα. Το 1954 του στέλνει μήνυμα η Μαρίκα Νίνου να βρεθούνε. «Τι με θέλει εμένα αφού είναι ντουέτο αχτύπητο με τον Τρικαλινό». Τότε η Μαρίκα είχε κάνει πέρα όλες τις τραγουδίστριες του Τσιτσάνη. Με την πληθωρικότητά της διεκδίκησε την αποκλειστικότητα και την κέρδισε. Είχε σηκωθεί όρθια σαν τις ευρωπαίες και τους είχε τρελάνει όλους με το μπρίο και την τσαχπινιά της...
Μαρίκα Νίνου
Πρωτοστατεί και καθηλώνει άνδρες και γυναίκες. Κυριαρχούσε στο πάλκο. Η εμπειρία της στα «μπουλούκια» της δίνει μια άλλη διευρυμένη εκφραστικότητα. Είναι παραστατική. Ο έρωτάς τους με τον Τσιτσάνη θα αποτυπωθεί στα αριστουργήματα που τραγούδησε. Γιατί ο έρωτας αναβαθμίζει τις ενέργειές μας. Πονεμένα και χαρούμενα τραγούδια θα τα πει όλα με ένα οίστρο λυτρωτικό. Μια Αρμένισσα, μια τολμηρή γυναίκα οδηγούσε το ελληνικό γλέντι. Όλοι είχαν να πουν για τη φλόγα της και την εκφραστικότητά της. Εκείνη ηχογραφεί και με άλλους. Ο Χατζιδάκις πρόλαβε και της έγραψε το «Αγάπη που 'γινες δίκοπο μαχαίρι». Θα της αφιερώσει «Τα Πέριξ» το 1974.
Μαρίκα Νίνου, Κώστας Καπλάνης
Ο Καπλάνης και η Νίνου έχουν κοινή προσφυγική πορεία. Η Μαρίκα τον θέλει να πάνε στην Αμερική. Οι καλύτεροι του σιναφιού ήταν ήδη εκεί. Οι αμοιβές είναι πολύ ανώτερες. Δεν του μιλάει για την υγεία της. Του λέει ότι τα σπάσανε με τον Τσιτσάνη από το 1951 στην περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη. Την επόμενη χρονιά στο ίδιο πάλκο δεν μιλιόντουσαν. Έχει δύο οικογένειες να θρέψει. Ο Κώστας δέχεται. Θα πάνε στην Αμερική με το αεροπλάνο. Πριν φύγουν, ηχογραφεί το τελευταίο τραγούδι της με τον Τσιτσάνη. «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα». Το τραγούδι του χωρισμού τους.
Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα - Μαρίκα Νίνου
Στη Νέα Υόρκη τους περιμένουν στο «Νέο Βυζάντιο» και η επιτυχία δεν περιγράφεται. Εκτός των εμφανίσεων, ο Καπλάνης θα την πάει στη «Liberty». Δισκογραφική ελληνικών συμφερόντων. Ηχογραφούν με την ορχήστρα του. Η ετικέτα γράφει «Συνοδεία Λαϊκής ορχήστρας. Διεύθυνση Κώστας Καπλάνης».
Θα γυρίσει για την κηδεία του αδερφού της και θα ξαναεπιστρέψει. Θα συνεργαστούν δύο χρόνια. Ο Καπλάνης θα της σταθεί σαν αδερφός. Τη τρέχει για θεραπείες. Κάνει εράνους με τη Ρένα Ντάλλια. Όμως το κακό κάνει μεταστάσεις. Η Νίνου θα γυρίσει μόνη στην Ελλάδα. Θα ξανανέβει στο πάλκο του «Τζίμη» για λίγο, για να σβήσει 23 Φεβρουαρίου του 1957.
Νίνου Καπλάνης-Παραστράτησα για σένα
Η ζωή συνεχίζεται στην Αμερική και σε όλο τον κόσμο. Ο Καπλάνης από τους «σολίστες» που μετοίκησαν είναι ο μόνος που πηγαινοέρχεται στην Ελλάδα. Χτίζει ένα σπίτι στο Πόρτο Ράφτη. Το 1974 ηχογραφεί για τη Λύρα «Τα Παλιά Μεράκια». Δέκα νέες επανεκτελέσεις επιτυχιών του και δύο παλιές ηχογραφήσεις με την Μπέλλου, τον Μπογδάνο, τον Πασπαράκη και την Κωστή. Ο Καπλάνης είναι ανήσυχος και ακούει τη μουσική πραγματικότητα της Ελλάδας. Στο αμερικάνικο τρανζίστορ ακούει τον Καλδάρα και τον Κουγιουμτζή. Ακούει την πορεία του τραγουδιού. Προσπαθεί να ακολουθήσει την αλλαγή του λαϊκού. Όποτε έρχεται, κάτι δημιουργικό επιδιώκει. Το 1975 συνεργάζεται με τον Άκο Δασκαλόπουλο και κάνουν το LP «Μαγικά Ταξίδια». Με Μπονάτσο, Ψαριανό, Κωστή. Έρχεται κάθε πέντε-έξι χρόνια. Το 1990 γνωριζόμαστε στη Λύρα. Έχει φέρει τα «αμερικάνικα» τραγούδια της Μαρίκας, που είναι σχεδόν άγνωστα στην Ελλάδα και θα κάνουμε το διπλό LP «Μαρίκα Νίνου - Η χρυσή εποχή του λαϊκού τραγουδιού». Με στέλνει και παίρνω φωτογραφίες από τον βιρτουόζο μπουζουξή Γιάννη Σταματίου «Σπόρο».
Κώστας Καπλάνης - Ένας παλιός ρεμπέτης (Αφιέρωμα 1990)
Μερακλώνεται. Έχει έναν μεγάλο καημό που δεν έχει παίξει live στην Ελλάδα τόσα χρόνια. Οργανώνω στο «Μετρό» τις παραστάσεις «Οι Βετεράνοι του Ρεμπέτικου» και το ηχογραφούμε. Είναι οι νέοι, ο Κορακάκης, ο Τσέρτος, ο Ανδρεάτος και οι βετεράνοι ο Καπλάνης, ο Μπίνης και η Χρυσάφη. Ο Μπίνης είναι με κίρρωση ήπατος και κάνει γαργάρες με ουίσκι πριν τραγουδήσει. «Ένας αλήτης πέθαλε» - δεν καταλαβαίνω γιατί το νι έχει γίνει λάμδα. Είναι η τελευταία φορά που ο Καπλάνης θα ανέβει σε πάλκο.
Από τις παραστάσεις «Οι Βετεράνοι του Ρεμπέτικου» // Μπροστά από αριστερά Γιάννης Εμμανουηλίδης,Θοδωρής Παπαδόπουλος,Κώστας Καπλάνης, Τάκης Μπίνης, Χρυσούλα Χριστοπούλου. Πίσω Άγγελος Σφακιανάκης. Αρχείο Θανάση Σοφρά
Το 1995 ξαναβρισκόμαστε στη Λύρα. Μου φέρνει ένα «Johnny Walker» και Αμερικάνικες ασπιρίνες. Τις κοιτάζω με έκπληξη. «Για όταν γίνεις χάλια» με πειράζει. Είμαστε φίλοι. Του στήνω μια ορχήστρα για να κάνουμε τον δίσκο «Τραγουδοποιείον η Ωραία Ελλάς». Μαζεύει την παλιά φρουρά. Τάκης Μπίνης, Μαίρη Λίντα. Του συστήνω τον Μπάμπη Τσέρτο, τη Χρυσούλα Χριστοπούλου και τους νέους μουσικούς που τον θαυμάζουν.
Τάκης Μπίνης - Πάτερ ημών | Official Audio Release
Στις πρόβες, γλυκός και χαλαρός, μου διηγείται ιστορίες. Λέει για τα μεγαλεία, αλλά λέει και για της μοίρας τα παιχνίδια. Μου λέει για ένα «επεισόδιο made in USA». Είναι σε μεγάλες αφραγκίες στα τέλη του 1980 στη Νέα Υόρκη. Το τηλέφωνο δεν χτυπάει για δουλειά. «Δεν χτυπάει αυτό, θα το χτυπήσω εγώ» λέει. Παίρνει το όργανο και γυρνάει στα παλιά τα στέκια. Οι ελληνικές ταβέρνες έχουν κλείσει. Τα στέκια έχουν αλλάξει. Μπαίνει σε ένα Stake House που ήταν «Greek Tavern». Ο μαγαζάτορας είναι τώρα Αμερικάνος. Έχει τρία όργανα που παίζουν μουσική φαγητού. Έχει διατηρήσει κάποια ελληνικά πιάτα. Του αρέσει η ιδέα να βάλει κι ένα μπουζούκι. Αλλά η ένσταση είναι στο «λουκ». Στη υποφωτισμένη σκηνή είναι τρεις νέοι μακρυμάλληδες. Τριαντάρηδες. «Να σου φέρω μια περούκα να βάλεις, να μην μου χαλάσεις το "λουκ";» Οκ, λέει με βαριά καρδιά και ξεκινάνε. Έγινε κι αυτός μακρυμάλλης σαν τους άλλους. Κάποια στιγμή όμως έχει σκάσει. Η «καούκα» είναι συνθετική. Τα φώτα πέφτουν κάθετα στο κεφάλι του. Ιδρώνει και σκάει. Το κεφάλι του έχει γίνει καζάνι που βράζει. Ο ιδρώτας έχει κάνει αυλάκια κάτω από την περούκα. Στάζουν στα μάτια του και στα γυαλιά του. Έχει ένα μαντήλι για να στεγνώνει τα τάστα του οργάνου. Σε μια παύση παίρνει το μαντήλι, σηκώνει την «καούκα» και σκουπίζει το κεφάλι του γρήγορα κι ενοχικά. Ένα σούσουρο ακούγεται από τους θαμώνες που γίνεται γέλιο και καταλήγει σε χειροκρότημα. Ο Κώστας σκέφτεται «την κάτσαμε τη βάρκα». Είναι σίγουρος ότι χάλασε η δουλειά. Στο σχόλασμα ο Αμερικάνος ενθουσιασμένος του λέει «Αυτό είναι show! Θα το κάνεις κάθε βράδυ αυτό!»
Το κενό που του άφησε η απώλεια της γυναίκας του το 1984, θα τον ξαναστείλει πίσω στην Καλιφόρνια, στους δικούς του. Στις 2 Μαρτίου του 1997 θα φύγει κι απ’ την Καλιφόρνια για τους ουρανούς.
Οι αμερικάνικες ασπιρίνες έληξαν απείραχτες στο φαρμακείο. Τις κράτησα.
Ευχαριστώ θερμά τον Παναγιώτη Κουνάδη και τον Θανάση Γιώγλου για τη βοήθεια και τις διευκρινίσεις.
«Πηγή: https://www.athensvoice.gr/culture/music/752485-kostas-kaplanis-enas-anisyhos-rempetis-stin-ameriki»