Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ή πως Θεοδωράκης-Χατζιδάκις επέδρασσαν στον ελληνικό πολιτισμό του 20ου αιώνα
Εξώφυλλό δεύτερης έκδοσης
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ"
Το βιβλίο ξεκίνησε από μια διάλεξη στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικού Πολιτισμού στο πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας τον Απρίλιο 2013 μετά από πρόσκληση της προέδρου του Τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών Ιρίνας Τρεσαρούκοβα. Η διάλεξη έγινε μονογραφία και εκδόθηκε το 2017 και επανεκδόθηκε πάλι το 2022. Στη φωτογραφία η διάλεξη στους Ρώσους. αλλά και άλλων εθνοτήτων καθηγητές που παρακολούθησαν το Συνέδριο.
Ελληνικότητα και οικουμενικότητα ή όταν η γενιά του ’30 συναντήθηκε με τη γενιά του ’50
Η χώρα στο τέλος της δεκαετίας του 1940 έβγαινε από έναν καταστροφικό πόλεμο προσπαθώντας να επαναπροσδιορίσει την εθνική της υπόσταση. Την ίδια στιγμή, μια εμφύλια σύγκρουση ήταν σε εξέλιξη με σκοπό να ξαναορίσει τις εθνικές και κοινωνικές συντεταγμένες της χώρας.
Σε αυτήν τη δύσκολη συγκυρία, εμφανίζονται στο πολιτισμικό προσκήνιο δύο από τους ιδιοφυέστερους συνθέτες και διανοητές της γενιάς του ’50: ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης. Κοινό χαρακτηριστικό τους πως και οι δύο αναζήτησαν και βρήκαν τους μουσικούς τους προδρόμους στην Ελλάδα. Καθόλου τυχαίο πως και οι δύο εντυπωσιάστηκαν στη δεκαετία του 1940 από το ρεμπέτικο, που είχε μπολιαστεί στην ελληνική κοινωνία από τους πρόσφυγες και είχε βρει νέους ακροατές κατά την Κατοχή. Άλλο κοινό χαρακτηριστικό τους πως και οι δύο είχαν στενή επαφή με τη νεωτερική ποίηση. Καθόλου τυχαίο πως υπό διαφορετικές συνθήκες μεταξύ 1948 και 1960 και οι δύο μελοποιούν ποιήματα της ελληνικής νεωτερικότητας, ενώ προσπαθούν να μιλήσουν για το ρεμπέτικο, που μέχρι τότε είχε υπάρξει μόνο στους χώρους του κοινωνικού περιθωρίου.
Λόγω του μεγάλου ταλέντου τους, της μουσικής παιδείας τους, αλλά και της γενικότερης επαφής τους με τα νέα ρεύματα και τη σύγχρονη τέχνη δεν είχαν πρόβλημα να αναγνωρίσουν τη σημασία του ρεμπέτικου και όλης της ελληνικής μουσικής παράδοσης. Και οι δύο κατάλαβαν εξαρχής τη σπουδαιότητα τόσο του Βαμβακάρη όσο και του Τσιτσάνη.
Μέσα στο ρεμπέτικο διέκριναν την πλούσια λαϊκή φλέβα και την αισθητική ιδιαιτερότητα. Και κατανόησαν και τις μεγάλες διαδρομές του, που απηχούσαν στοιχεία από το βυζαντινό μέλος ή και κάποιους απόηχους μιας αρχαίας μουσικής ρίζας.
Κάπου εκεί γίνεται η πρώτη μεγάλη μουσική συνάντηση και των δύο. Και κάπου εκεί συναντούν και τη σπουδαία ποίηση της γενιάς του ’30, που έχει προηγηθεί. Με βάση αυτά, ακολουθώντας καθένας τις δικές του πρωτότυπες διαδρομές, θα δημιουργήσουν αυτό που αποκλήθηκε από τον Θεοδωράκη στη δεκαετία του 1960 «έντεχνο ελληνικό τραγούδι».
Όμως για να γίνει αυτό χρειαζόταν μια περίοδος ωρίμασης ώστε να ολοκληρωθεί η συνάντησή τους με την ποίηση και να δώσει σπουδαίους καρπούς στην ελληνική μουσική. Αυτή η περίοδος ήταν η δεκαετία του 1950.
Το «έντεχνο» που άλλαξε την κουλτούρα της Ελλάδας εμφανίστηκε στο προσκήνιο τη δεκαετία του 1960. Υπήρξε προϊόν της προηγούμενης συνάντησης των ελληνικών παραδοσιακών μουσικών δρόμων (ρεμπέτικο και δημοτικό τραγούδι) με τις δυτικές μουσικές φόρμες (ενορχήστρωση κ.λπ.) και τη νεωτερική ποίηση.
Με άλλα λόγια, το έντεχνο ήταν ένα πρωτότυπο και ιδιοφυές πολιτισμικό μείγμα ελληνικής ιδιαιτερότητας και ευρωπαϊκής αναζήτησης. Στο «έντεχνο» μπορούμε να πούμε πως συναντήθηκαν η ελληνικότητα με την οικουμενικότητα, το εθνικό με το ευρωπαϊκό, η λαϊκότητα με τον μοντερνισμό, το επίκαιρο με το διαχρονικό.
Το σημείο συνάντησης της μουσικής γενιάς του ’50 με την ποιητική γενιά του ’30
Αρχικό σημείο συνάντησης και για τις δύο αυτές γενιές, που γνώρισαν τον πόλεμο και την εθνική καταστροφή, ήταν η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της ελληνικής κοινωνίας στον κόσμο.
Αναλυτικά, η γενιά του ’30 καθορίστηκε πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά από τον εθνικό διχασμό του 1916 και την εθνική καταστροφή του 1922. Και βιώνει έντονα την ανάγκη της εθνικής ανασύνταξης και του πολιτισμικού επανακαθορισμού, που ακολούθησε. Επίσης, καθορίστηκε και από τη δική της προσπάθεια να εντάξει τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις της μέσα στις νέες αναζητήσεις της Ευρώπης του Μεσοπολέμου.
Οι ποιητές και οι διανοούμενοι στη δεκαετία του 1930 είδαν το τέλος ενός εθνικού οράματος, το οποίο διαπέρασε το ελληνικό έθνος επί μία εκατονταετία. Βιώσαν την τεράστια ανακατάταξη που έφερε η Ρωσική Επανάσταση όσο και τις μεγάλες πνευματικές και καλλιτεχνικές αλλαγές που έφεραν στη διάρκεια του Μεσοπολέμου ο μοντερνισμός και ο υπερρεαλισμός.
Εκείνη την κομβική εποχή, η ελληνική ποίηση είχε την τύχη να εκπροσωπηθεί με κάποιους από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές. Ποιητές που είχαν και εθνικές και κοσμοπολίτικες αναφορές. Ήταν μια εποχή έκφρασης ενός νέου «εθνισμού», που συνδυαζόταν και με το όραμα μιας εθνικής «οικονομικής ανάπτυξης». Μια ανάπτυξης που άφησε το ίχνος της στις τέχνες και στα γράμματα, όπως σημειώνουν σημαντικοί μελετητές.9
Με τον τρόπο τους οι μεγάλοι ποιητές της γενιάς του ’30 προσπάθησαν να εκφράσουν την ελληνικότητα είτε μέσα από την αδιάσπαστη συνέχεια της μακράς ελληνικής ποιητικής παράδοσης (Σεφέρης, Ελύτης, Γκάτσος, Ρίτσος) είτε εντάσσοντας τα θραύσματα ενός σπουδαίου παρελθόντος σε ένα αποσπασματικό και κατακερματισμένο παρόν (Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος).
Από την άλλη μεριά, η μουσική γενιά του ’50 έχει αρκετά κοινά βιώματα με τους προηγούμενους. Βγαίνει κι αυτή από έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, που φέρνει την ελληνική υπόσταση στα όριά της, και ζει τον κλυδωνισμό ενός εμφυλίου πολέμου, που επιδιώκει βίαια τον κοινωνικό επανακαθορισμό. Και βρίσκεται και αυτή μπροστά σε έναν ταχύτατα μεταβαλλόμενο ευρωπαϊκό πνευματικό ορίζοντα που αλλάζει δραματικά μέσα στη δεκαετία του 1950.
Και στις δύο γενιές λοιπόν υπάρχουν αρκετά κοινά βιώματα, όπως είναι ο πόλεμος (Πρώτος Παγκόσμιος, Δεύτερος Παγκόσμιος) η εθνική καταστροφή (Μικρασιατική Καταστροφή, γερμανική Κατοχή/Εμφύλιος) και οι νέοι διεθνείς πνευματικοί ορίζοντες (μετά τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο).
Η παρουσίαση της πρώτης έκδοσης του βιβλίου στην εφημερίδα "Καθημερινή"
Και οι δύο γενιές γνώρισαν την εθνική ανάταση και βιώσαν την εθνική ήττα. Και οι δύο έζησαν διχασμούς, εμφύλιους, καταστροφή. Και οι δύο προσπάθησαν να αντλήσουν διδάγματα από την ιστορία και να τα εκφράσουν με σύγχρονο τρόπο, θέλοντας να κλείσουν παλιούς λογαριασμούς και να ξαναβρούν τα νέα μονοπάτια της Ιστορίας.
Συνεπώς, η ελληνική κοινωνία της μεταπολεμικής εποχής επέστρεψε αργά αργά σε μια ελεγχόμενη κανονικότητα κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ύστερα από μια δεκαετία πολέμων. Και κάπου εκεί ξεκίνησαν ουσιαστικά και οι καλλιτέχνες της να ορίσουν τον κόσμο και τον εαυτό τους. Να ξαναμιλήσουν για την κοινωνία και την κουλτούρα της. Να προσεγγίσουν κάποιες από τις εθνικές αναφορές τους και από τις πνευματικές συνέχειες της χώρας μας σε μια γοργά ανασυγκροτούμενη Ευρώπη μετά τη λαίλαπα του πολέμου.
Στο σημείο αυτό, Χατζιδάκις και Θεοδωράκης ενέσκηψαν, καθένας με τον δικό του τρόπο, να βρουν το νήμα για να συνεχίσουν με τη μουσική μια «εθνική αφήγηση».
Η μεγάλη εθνική και διεθνής καριέρα των δύο κορυφαίων συνθετών στην δεκαετία του 1960. Δεξιά ο θρυλικός Ζορμπάς του Θεοδωράκη που άλλαξε για πάντα την εικόνα και τον πολιτισμό της Ελλάδας. Αριστερά η σπουδαία συνεργασία του Χατζιδάκι με τον Ηλία Καζάν στο ΑΜΕΡΙΚ-ΑΜΕΡΙΚΑ.
Ο Χατζιδάκις αναζήτησε τον δρόμο του μέσα από μια στοχαστική μοναχικότητα και έναν ερωτικό λυρισμό. Στηρίχτηκε στον Νίκο Γκάτσο, ποιητή της υπερρεαλιστικής Αμοργού, και μελοποίησε τις μεταφράσεις ποιημάτων τού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Μετά μελοποίησε στίχους του ίδιου του Γκάτσου και αργότερα του Οδυσσέα Ελύτη.
Ο Θεοδωράκης αναζήτησε τον δρόμο του με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Ακολούθησε τις εμπνεύσεις της μεγάλης ποίησης της γενιάς του ’30, αλλά στο πλαίσιο ενός επικού και διεθνιστικού οράματος της εποχής. Κάτι που προέκυπτε από τη στράτευσή του στον χώρο της Αριστεράς. Ξεκίνησε μελοποιώντας Γιάννη Ρίτσο. Στη συνέχεια προχώρησε στον Γιώργο Σεφέρη. Όμως το μεγάλο μουσικό άλμα το έκανε μελοποιώντας αρχικά τον Οδυσσέα Ελύτη και αργότερα τον Ιάκωβο Καμπανέλη.
Κοινωνικά ο Μ. Χατζιδάκις ξεκίνησε την ιδιότυπη προσωπική πορεία του προσεγγίζοντας το καλλιεργημένο αστικό κοινό κυρίως μέσα από τη δισκογραφία του, αλλά και το λαϊκό κοινό μέσα από τα τραγούδια για τον κινηματόγραφο, τα οποία τα αποδέχτηκε ως βιοπορισμό. Αντιθέτως ο Μ. Θεοδωράκης ταύτισε εξαρχής την πορεία του με τα μεγάλα λαϊκά ακροατήρια. Στράφηκε, εξαρχής με όλους τους τρόπους, στη δισκογραφική παραγωγή του, στις συναυλίες, στην κινηματογραφική μουσική, αναζητώντας τα μεγάλα λαϊκά ακροατήρια.
Παρά τις διαφορές τους, υπήρχε πάντα ως κοινός παρονομαστής και των δύο η αποτύπωση στη μουσική και στο τραγούδι της ιδιαιτερότητας της ελληνικότητας –όπως την όριζε ο καθένας– μέσα στον αναδυόμενο κόσμο της δεκαετίας του 1960.
Πώς όμως έγινε αυτό;
Στο παραπάνω ερώτημα, «πώς συνέβη αυτή η συνάντηση ποίησης και μουσικής και πώς προέκυψε αυτό το μοναδικό μαζικό καλλιτεχνικό ρεύμα»,11 το οποίο ο Θεοδωράκης ονόμασε «έντεχνο ελληνικό τραγούδι», η απάντηση είναι σύνθετη και έχει να κάνει:
Οι δύο εκδοχές ενορχήστρωσης του Επιταφίου. Αριστερά του Χατζιδάκι, δεξιά του Θεοδωράκη.
- Με την κατά καιρούς ειδική σχέση που είχε το ελληνικό τραγούδι με την ποίηση και που προετοίμασε, κατά κάποιον τρόπο, το κοινό γι’ αυτήν τη συνάντηση. Αλλά και με την παρουσία μιας σπουδαίας ελληνικής ποίησης μέσα από το έργο του Διονυσίου Σολωμού, το οποίο έγινε πασίγνωστο μέσα από τον Εθνικό Ύμνο.
- Με τον ειδικό ρόλο και το βάρος της γενιάς του ’30 στο εθνικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό στερέωμα. Και με την αναγνώριση των σπουδαίων λογοτεχνών της γενιάς του ’30 και στο εξωτερικό.
- Με την έκρηξη του τραγουδιού στον μεταπολεμικό κόσμο μέσα από τη ραγδαία επέκταση των ΜΜΕ (ραδιόφωνο, δίσκοι, κινηματογράφος). Μια έκρηξη που στην Ελλάδα είχε αναφορά στους νέους, αλλά και στα νέα μεσαία και μικροαστικά στρώματα των πόλεων στις δεκαετίες του 1950 και του 1960.
- Με την εμφάνιση σε αυτήν την κρίσιμη πολιτικά και πολιτισμικά περίοδο στην Ελλάδα των δύο κορυφαίων Ελλήνων μουσικοσυνθετών, του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη, που συνδύασαν όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις προχωρώντας σε μια μεγάλη πολιτισμική τομή.
Ιδιαιτέρως ο Θεοδωράκης ήταν αυτός που συνδύασε, με πρωτόγνωρη τόλμη και μοναδικό τρόπο, τη νεωτερική ελληνική ποίηση με τις δυτικές μουσικές φόρμες και τη μακρά ελληνική μουσική παράδοση με τη δυτική ορχήστρα, διαμορφώνοντας τραγούδια τα οποία κατάφερε και μπόλιασε στα μεγάλα ακροατήρια.
Η μεταπολεμική εποχή: η ποίηση, το τραγούδι, η νεολαία
Η ποίηση ήταν αυτή που καθόρισε την πορεία των δύο μεγάλων Ελλήνων μουσικών δημιουργών. Κυρίως όμως του Μίκη Θεοδωράκη. Όπως γράφει ο ίδιος, όλα ξεκίνησαν από τον «λόγο»: «Εν αρχή ην ο Λόγος. Αυτή η αλήθεια ισχύει αλάθητα για όλο μου το έργο. Ώστε δεν έχει παρά να βάλει κανείς σε πρώτο πλάνο το ποιητικό κείμενο για να εξηγήσει, κάθε φορά, τη μουσική μου».
Πάνω στα βήματα της ποίησης βάδισε ο Θεοδωράκης αναζητώντας την ελληνικότητα και την οικουμενικότητα, την εθνική αυτογνωσία και τον διεθνισμό, την ελληνική καλλιτεχνική ιδιαιτερότητα και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Έτσι διαμορφώθηκαν οι μουσικές συνθέσεις και τα τραγούδια του. Και έτσι ξεπήδησε αυτό που ίδιος ονόμασε «έντεχνο ελληνικό τραγούδι» και που έμελλε να κυριαρχήσει σχεδόν για μία εικοσιπενταετία στον χώρο της ελληνικής μουσικής.
Όμως στην πορεία του έντεχνου τραγουδιού καθοριστικός ήταν ο ρόλος των νεανικών πολιτικών και πολιτιστικών κινημάτων της εποχής. Η δεκαετία του 1960 υπήρξε μια εποχή ανανέωσης και νεανικής αναταραχής στον δυτικό κόσμο. Η νέα γενιά αναζητούσε τότε τον δικό της βηματισμό, μακριά από την τραγική δεκαετία του 1940 και των μεταπολεμικών δυσκολιών της δεκαετίας του 1950.
Στην Ελλάδα, οι νέοι εκείνη την εποχή ένιωθαν να ασφυκτιούν μέσα στα στενά όρια ενός μεταπολεμικού κοινωνικού ιστού που έστηνε γύρω τους με ασφυκτικούς περιορισμούς το μετεμφυλιακό κράτος. Η εμφάνιση του Μίκη Θεοδωράκη με τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου εκείνη τη στιγμή ήταν καθοριστική για το λαϊκό τραγούδι, όπως καθοριστική για τη διεύρυνση του ακροατηρίου της ποίησης ήταν η παρουσίαση σε λαϊκή μουσική φόρμα, στη συνέχεια, της ποίησης του Γιώργου Σεφέρη.
Η ελληνική μουσική και ποίηση στον κόσμο
Και βεβαίως καταλυτική στιγμή ήταν –για την ποίηση και τη μουσική– η μελοποίηση του Αξίον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη. Με αυτά τα μουσικά και ποιητικά εφόδια ο Θεοδωράκης ενέπνευσε το ελληνικό νεολαιίστικο κίνημα.
Από αυτήν την άποψη, ο Θεοδωράκης υπήρξε μια καταλυτική πολιτισμική και πολιτική παρουσία εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Ήταν ο μουσικός που έσπασε τα μέχρι τότε παραδεδεγμένα και άνοιξε τον δρόμο προς τους νέους. Έβγαλε το τραγούδι από τις κλειστές αίθουσες συναυλιών και το άπλωσε παντού όπου ζούσαν και κινούνταν οι νέοι. Στις πλατείες, στα καφενεία, στα γήπεδα.
Με τις πρακτικές αυτές, ο Θεοδωράκης αποτέλεσε την ελληνική απάντηση στο νεολαιίστικο τραγούδι που ανέτειλε εκείνη την εποχή διεθνώς μέσα από μεγάλες συναυλίες σε μη συμβατικούς χώρους (συναυλίες σε πάρκα, σε ανοιχτούς χώρους, σε παμπ, σε κλειστά γήπεδα κ.λπ.). Ό,τι συνέβη στα άλλα μέρη του κόσμου με τα ροκ συγκροτήματα και τους μεγάλους Αμερικανούς τραγουδοποιούς συνέβη και στην Ελλάδα με τον Θεοδωράκη.
Καθόλου τυχαίο, λοιπόν, πως ήταν οι Έλληνες φοιτητές και νέοι που αγκάλιασαν από την αρχή το έντεχνο τραγούδι. Αυτοί αποτέλεσαν το πρώτο μαζικό ακροατήριό του. Αυτοί βρήκαν σε αυτό έναν νέο τρόπο έκφρασης, που συνδύαζε την πρωτοπορία με την παράδοση. Τους νέους στη συνέχεια ακολούθησαν τα μεσαία και τα μικροαστικά κοινωνικά στρώματα των δύο μεγάλων ελληνικών πόλεων, προτού πάρουν σειρά τα αστικά κέντρα της ελληνικής επαρχίας.
Την ίδια εποχή, ο Χατζιδάκις, ακολουθώντας έναν δικό του προσωπικό δρόμο, άνοιγε μια δίοδο για τα μεγάλα ακροατήρια στην Ελλάδα και στον κόσμο μέσα από αυτό που ο ίδιος εκτιμούσε λιγότερο: τα κινηματογραφικά τραγούδια του. Με αυτά αναγνωρίστηκε στην Ελλάδα και διεθνώς. Και με αυτά θα πάρει το πρώτο και μόνο ελληνικό Όσκαρ μουσικής (Τα παιδιά του Πειραιά, 1960) και θα του ανοίξει ο δρόμος για την Αμερική.
Βραβείο Όσκαρ και διάκριση στις Κάνες για τον Χατζιδάκι.
Το έντεχνο τραγούδι κατάφερε κάτι ιδιαίτερο και μοναδικό στον χώρο της μαζικής επικοινωνίας. Μέσα από τους στίχους και τη μουσική του κατάφερε και δημιούργησε «εικόνες» μιας Ελλάδας. Δημιούργησε σύμβολα, παραστάσεις, βιώματα. Έκανε αποδεκτή την ιδιαιτερότητα της χώρας. Άλλαξε πολλά από τα προηγούμενα πολιτισμικά πρότυπα και δημιούργησε νέα. Άλλαξε τα στερεότυπα για τους Έλληνες. Με αυτόν τον μοναδικό τρόπο το έντεχνο και μαζί του όλη η μεγάλη παρακαταθήκη της νεωτερικής ποίησης κατάφεραν και διέδωσαν τη νεωτερικότητα στους Έλληνες και την ελληνικότητα στον κόσμο.
Μέσα από το έντεχνο τραγούδι και την ποιητική του η Ελλάδα βρέθηκε να συγχρονίζει τον βηματισμό της με τους νέους του κόσμου, αλλά και με τις μεγάλες μουσικά δυνάμεις (Αγγλία, ΗΠΑ, Λατινική Αμερική) που ανέτειλαν στη μεταπολεμική αφετηρία της νέας εποχής. Μέσα από το έντεχνο ελληνικό τραγούδι πέρασαν οι λαϊκές μουσικές αναφορές, που εξαπλώθηκαν στα οπτικοακουστικά ΜΜΕ της εποχής. Έτσι η Ελλάδα απέκτησε το δικό της σύγχρονο μαζικό τραγούδι. Και χάρη στις συνθέσεις των δύο κορυφαίων συνθετών της κέρδισε στην κρίσιμη μουσικά δεκαετία του 1960 μια δική της θέση διεθνώς.
Η παρουσίαση του βιβλίου στην "Εφημερίδα των Συντακτών".
Είναι εντυπωσιακό πως, κατά τη δεκαετία του 1960, όταν δημιουργούνταν οι νέες διεθνείς τραγουδιστικές αναφορές, τα νέα μουσικά ρεύματα, αλλά και τα νέα πολιτισμικά στερεότυπα, η περιθωριοποιημένη οικονομικά και κοινωνικά Ελλάδα κατάφερνε ένα μεγάλο και μοναδικό βήμα στον χώρο του τραγουδιού. Ένα βήμα μέσα από το οποίο άλλαξε τα πολιτισμικά και μουσικά δεδομένα της, αλλά και τα επικοινωνιακά στερεότυπα και την επικοινωνιακή «εικόνα» με την οποία ήταν μέχρι τότε γνωστή.
Μέσα από αυτήν την περίπλοκη και σύνθετη διαδικασία εκφράστηκε και ο ψυχισμός ενός μικρού ιστορικού έθνους που βίωνε, τόσο σε πραγματικό όσο και φαντασιακό επίπεδο, τη διαχρονική ύπαρξή του. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ο σπουδαίος ποιητικός λόγος της γενιάς του ’30 αξιοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε στο τραγούδι ως «πτητική ύλη» για να εξαπλωθεί και να κατακτήσει την Ελλάδα. Ποίηση και μουσική έσμιξαν πρωτότυπα και αυθεντικά επί ένα τέταρτο του αιώνα, αποτυπώνοντας σε μαζικό επίπεδο μια άλλη Ελλάδα, εθνική, διαχρονική, οικουμενική. Μέσα από αυτήν τη μοναδική διαδρομή πρόβαλε μια νέα εικόνα της Ελλάδας στον κόσμο, αλλά και απόκτησαν μια άλλη εικόνα οι Έλληνες για τον εαυτό τους.
Μέσα από τους ποιητές και τους συνθέτες της η χώρα έμαθε να «βλέπει» διαφορετικά τον εαυτό της. Και αυτήν την «εικόνα» άπλωσε στη συνέχεια στον κόσμο. Το έντεχνο συνέβαλε όσο τίποτε άλλο για να δημιουργηθεί αυτή η επικοινωνιακή διάσταση με αναφορά έργα μεγάλων Ελλήνων δημιουργών. Από τον Τσιτσάνη και τον Βαμβακάρη μέχρι τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη. Από τον Καζαντζάκη και τον Κακογιάννη μέχρι τον Ελύτη και τον Σεφέρη. Από τον Σικελιανό και τον Γκάτσο μέχρι τον Λειβαδίτη, τον Χριστοδούλου, τον Ελευθερίου και τον Αναγνωστάκη.