Να κουλουμπάτε!! Να κουλουμπάτε!!
Γράφει ο Ι.Π. - Άλκης
Μόλις προ ολίγου άκουσα στις ειδήσεις, ότι από τα μεσάνυχτα θα έχει απαγορευτικό στο Αιγαίο. Αυθόρμητα μουρμούρισα: "Να κουλουμπάτε! Να κουλουμπάτε!". Αυτές οι λέξεις κρύβουν πίσω τους μια μικρή πραγματική ιστοριούλα από ένα ταξίδι στην Άνδρο μια μακρινή εποχή με πρωταγωνίστρια μια ηλικιωμένη κυρία. Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα όμως με την σειρά.
Μια εποχή με τους φίλους μου, τον Πέρι και την Γιούλα, κάθε Σαββατοκύριακο πηγαίναμε διήμερες εκδρομές σε όλη την Στερεά και την Πελοπόννησο. Ξεκινούσαμε Παρασκευή απόγευμα ή Σάββατο πρωί και οπωσδήποτε την Κυριακή το βράδυ έπρεπε να ήμασταν στα σπίτια μας, διότι το πρωί της Δευτέρας έπρεπε από τις 07,30 να είμαστε στις δουλειές μας. Μεσοβδόμαδα χωρίς να γνωρίζουμε την πρόβλεψη του καιρού προγραμματίζαμε που θα πηγαίναμε. Εγώ δεν είχα αυτοκίνητο, ενώ ο Πέρις είχε ένα ηρωικό VW, τον Γιακουμή... Κάθε Σάββατο στις 07.00 ακριβώς χτυπούσε το κουδούνι και εμείς αμέσως κατεβαίναμε. Τακτοποιούσαμε τα πράγματα όπου μπορούσαμε (διότι πάντοτε υπήρχαν ξαπλώστρες κλπ) μπαίναμε και ξεκινούσαμε. Μόνο τότε βλέπαμε τον καιρό!!!
Ασχέτως αν είχε λιακάδα, βροχή, κρύο, ζέστη ή χιόνι, το πρόγραμμα εφαρμοζόταν. Φτάνοντας στον προορισμό, τοποθετούσαμε τα πράγματά μας δίπλα δε ένα δέντρο με πυκνή φυλλωσιά, ούτως ώστε αν βρέξει να μην βραχούν και κάναμε ένα 2ωρο πεζοπορία και έρευνα στην περιοχή, που συνήθως ήταν απάτητα βουνά. Μετά ήταν η ώρα να μαζέψουμε ραδίκια 7 ειδών. Μετά ανάβαμε προσεκτικά φωτιά σε ένα ξέφωτο και ζεσταίναμε το φαγητό μας ή το ψήναμε. Χωρίς να το καταλάβουμε νύχτωνε, οπότε εάν έβρεχε φεύγαμε, ενώ αν δεν έβρεχε τοποθετούσαμε τον Γιακουμή κάθετα στον αέρα και στήναμε δυο ξαπλώστρες στην αντίθετη πλευρά. Ο Πέρις και η Γιούλα κοιμόταν μέσα στον Γιακουμή, ενώ εμείς στις ξαπλώστρες κολλητά του. Οι φίλοι μας ήταν ο Διοικητής μου από τον Στρατό (Λοχαγός ΟΥΥΣ εξ εφέδρων) και η Γιούλα Λοχαγός Υγειονομικού.
Μια Παρασκευή - πρέπει να ήταν το 1995 - το πρόγραμμα έλεγε ΑΝΔΡΟ. Πήγαμε στην Ραφήνα περάσαμε απέναντι και κατευθείαν στο σπίτι του Εγγλέζου φίλου μας που ερχόταν μόνο το καλοκαίρι. Αφού τακτοποιηθήκαμε κατεβήκαμε για φαγητό και βόλτα στο Γαύριο. Μετά ανεβήκαμε σπίτι και με την κουβέντα ξενυχτήσαμε. Το Σάββατο πήγαμε στην Xώρα και περάσαμε ολόκληρη την μέρα χωρίς να το καταλάβουμε.
Την Κυριακή όμως όταν σηκωθήκαμε ο καιρός είχε αλλάξει. Μαύρα σύννεφα, αέρας (δεν χρειάζεται να πω "δυνατός", διότι στην Άνδρο δεν υπάρχει σιγανός), και σε λίγο άρχισε μια γερή καταιγίδα. Εμείς είχαμε προμηθευτή όλα τα απαραίτητα για φαγητό, γιατί το πρόγραμμα έλεγε πεζοπορία προς τον Φάρο. Το πλοίο θα έφευγε στις 7, αλλά ο πράκτορας που ρωτήσαμε μας είπε ότι είχε απαγορευτικό, όμως όταν του είπαμε ότι έπρεπε να φύγουμε πάση θυσία, μας συνέστησε να κατεβούμε στο Γαύριο, μήπως πέσει ο αέρας και πραγματοποιηθεί το δρομολόγιο.
Κλείσαμε το σπίτι, φορέσαμε τα αδιάβροχά μας, και κατεβήκαμε στον δρόμο. Με τον Γιακουμή φτάσαμε στο λιμάνι. Κάτσαμε σ’ ένα καφενείο και γλυκοκοιτάζαμε το δεμένο πλοίο. Κατά τις 10 το βράδυ ακούσαμε το πλοίο να σφυρίζει. Ρωτήσαμε στο λιμεναρχείο και μας είπαν ότι έχει μεν απαγορευτικό, αλλά ο καπετάνιος θα έφευγε σε 10’ με δικιά του ευθύνη, διότι το πρωί έπρεπε να ξεκινήσει πάλι για Άνδρο. Χωρίς να το σκεφτούμε πήραμε στον Γιακουμή και μπήκαμε στο πλοίο. Ο καιρός ήταν "θυελλώδης".
Τότε είδαμε ότι ήταν ένα μικρό πλοίο με ένα σαλονάκι όλο κι’ όλο. Μέσα εκτός από εμάς τους 4, ήταν και μια ηλικιωμένη κυρία. Όταν ξεκίνησε το πλοίο και μπήκαμε στον Κάβο Ντόρο, το πλοίο στην κυριολεξία χόρευε προς κάθε κατεύθυνση! Οι δυο ναύτες του πλοίου στερέωσαν τις καρέκλες και τα τραπεζάκια και μάζεψαν όλα τα κινητά αντικείμενα. Εμείς κοιταζόμασταν ανήσυχοι. Η ηλικιωμένη κυρία ήταν ατάραχη και ψύχραιμη.
Μας έπιασε κουβέντα – αυτή μόνο μιλούσε - διότι εμάς μας είχε κοπεί από το φόβο η λαλιά. Και μας εξήγησε ότι ο άνδρας της ήταν καπετάνιος και η ίδια για πολλά χρόνια είχε αλωνίσει όλα τα πελάγη. Ήταν και αυτή καπετάνισσα, από ένα γειτονικό από την Χώρα χωριό. Μας διηγούταν διάφορες ιστορίες από τα ταξίδια της και περνούσε η ώρα. Σε μια στιγμή τα πράγματα χειροτέρεψαν ακόμη περισσότερο. Τότε η καπετάνισσα είπε το αμίμητο για να μας ανεβάσει το ηθικό: "όταν το πλοίο βουλιάξει, εσείς να κουλουμπάτε, να κουλουμπάτε!! "
Κάποτε φτάσαμε στην Ραφήνα και ευχαριστήσαμε την γηραιά κυρία για τις συμβουλές της. Πριν χωριστούμε για να πάμε στα σπίτια μας, συμφωνήσαμε πως το άλλο Σαββατοκύριακο θα πηγαίναμε... σε στεριά!!!...
ΥΓ Τις επόμενες μέρες έψαξα και βρήκα πως το κουλουμπάτε είναι εξακολουθητική προστακτική του ρήματος κουλουμπώ και είναι στο Κασιώτικο ιδίωμα! Στα Κασιώτικα χρησιμοποιείται η συνοπτική προστακτική στα ρήματα παθητικής φωνής.
Το .