Τα ψαράδικα της Ραφήνας
Του Αντώνη Λαζαρή
Καθηγητή - Ιστορικού Ακτοπλοΐας
Μια εξαιρετική φωτογραφία που δείχνει το λιμάνι της Ραφήνας στις 19 Ιανουαρίου 1947 (ημέρα βύθισης του "Χειμάρρα"). Διακρίνονται τα ψαράδικα-περιλαβητήρια (φωτ. Κ. Μεγαλοκονόμου - αρχείο Α. Λαζαρή).
(Ρώτησα μια μέρα τον φίλο και συνεργάτη Αντώνη Λαζαρή για τα ψαράδικα της Ραφήνας. Τα θυμόμουν από παιδί. Ο πατέρας μου αγόραζε ψάρια όταν φτάναμε από Άνδρο. Τα τύλιγαν σε μια παλιά εφημερίδα σε σχήμα χωνίου. Ο Αντώνης μέσα σε λίγες ώρες έστειλε το παρακάτω κείμενο για τα «περαλαβητήρια». Μια ακόμα άγνωστη ιστορία για την Ραφήνα που χάραξε τις ζωές μας. – Δ.Μπ.)
Ας επιστρέψουμε νοερά πολλά χρόνια πίσω στο αγνώριστο, σε σχέση με το σήμερα, λιμάνι της Ραφήνας. Οι εγκαταστάσεις του είναι υποτυπώδεις, μώλος καλά-καλά δεν υπάρχει και αυτό που δίνει ζωή στο λιμάνι είναι οι ψαροπούλες και τα… περιλαβητήρια! Τι ήταν, όμως, αυτά τα περιλαβητήρια (παραλαβητήρια); Τα περιλαβητήρια-παράγκες ήταν, αρχικά, ξύλινες παράγκες, μικρά "μαγαζάκια", στα οποία κάθονταν οι περιλαβητές (παραλαβητές) των ψαριών.
Σύμφωνα με την Ολυμπία Παξινού, κόρη του Σίδερη Παξινού, στα παραλαβατήρια, αρχικά, δεν γινόταν λιανική πώληση ψαριών. Οι περιλαβητές ήταν άνθρωποι που δούλευαν για τους μεγάλους ιχθυεμπόρους και έκαναν τις συνεννοήσεις με τους ψαράδες, ένα είδος υπαλλήλου-μεσάζοντα. Με τον καιρό και την αύξηση της παραγωγής οι ξύλινες παράγκες έδωσαν τη θέση τους σε μαγαζιά που χτίστηκαν για το σκοπό αυτό.
Πως έγινε η Ραφήνα ιχθυόσκαλα
Το λιμανάκι της Ραφήνας το 1939 (Φωτ. Αρχείο Α.Λαζαρή)
«Ο αρχικός λιμενοβραχίονας της Ραφήνας χτίστηκε το 1907 από τον μεγαλοκτηματία Αλέξανδρο Σκουζέ1. Το χτίσιμο του αρχικού μώλου είχε ζητήσει ο βατικιώτης Κυριάκος Καπετανάκης για να αράζουν οι τέσσερις τράτες του». Ο πρώτος μώλος που θα πρέπει να είχε μήκος γύρω στα 40 μέτρα, σύμφωνα με τον καπετάν-Δημήτρη Μουτσάτσο. Ο μεγαλοκτηματίας φόρτωνε στα καΐκια κρασιά και τα έστελνε στα νησιά, μιας και η περιοχή ήταν κατάφυτη από αμπέλια.
Πριν φτιαχτεί το λιμάνι, οι ψαροπούλες και οι τράτες δεν ζύγωναν ν’ αράξουν στη Ραφήνα1. Σαν φυσούσε φρέσκος βοριάς, πήγαιναν νοτιότερα, στο λεγόμενο τότε «αυλάκι του βοριά», έναν κάπως πιο απάνεμο ορμίσκο που επέτρεπε ν’ αράζει κανείς με κάποια σιγουριά. Κι από εκεί τα έφερναν από στεριά τα ψάρια με μουλάρι ή σούστα. Με το νοτιά άραζαν στο «αυλάκι του σορόκου», στο Ασκηταριό, που βρίσκεται πίσω από τον κάβο1.
Μια σπάνια φωτογραφία της Ολυμπίας Παξινού. Μεσοπόλεμος. Η φωτογραφία δείχνει το εσωτερικό ενός παραλαβητήριου - ουσιαστικά ένα τραπέζι με τους παραλαβητές.
Ο δρόμος Ραφήνας-Αθήνας φτιάχτηκε πριν χτιστεί το λιμάνι. Τα αλιεύματα, που έρχονταν από την Εύβοια τα παρελάμβαναν στη Ραφήνα εκπρόσωποι των εμποροψαράδων της αθηναϊκής ψαραγοράς, οι λεγόμενοι «περιλαβητές», καθώς είχε επικρατήσει να τους λένε. Ο Τάσος Ζάππας μας πληροφορεί1: «ο ζακυνθινός Παναγιώτης Βυθούλκας, ιχθυέμπορος στην αθηναϊκή αγορά, έφτιαξε στα 1930 τράτα που τη δούλευαν οι αδελφοί Τσαμπά. Κείνη την εποχή ήρθαν από τον Πειραιά βατικιώτικες ανεμότρατες και εργάσθηκαν στον Ευβοϊκό.»
Στα 1935 έφτιαξε την πρώτη ντόπια ανεμότρατα ο μαρμαριώτης Σίδερης Παξινός (ιχθυέμπορος στη συνέχεια στη Ραφήνα) και στα 1936 οι επίσης μαρμαριώτες αδελφοί Δημήτριος, Κωνσταντίνος και Χρίστος Σιδέρης (Ράππας)1».
Καϊκια στη Ραφήνα μεταπολεμικά (φωτ. αρχείο Π.Πεστρος)
Εκείνη την εποχή «όλη νύχτα το λιμάνι της Ραφήνας βροντολόγαγε από τον «κόπανο» που δούλευαν οι περιλαβητές να σπάζουνε πάγο για τα ψάρια, από τις φωνές αυτωνών και των σουστιέρηδων, κι από το χρεμέτισμα των αλόγων. Ακουγόνταν ακόμα οι φωνές των τσακαλιών – σωστή συναυλία- στα γύρω πευκοδάση. Μοναδικά μεταφορικά μέσα ήταν οι δίτροχες μόνιππες «σούστες» που κουβαλούσαν πάγο και ψάρια. Χιόνι συνήθιζαν να τον λένε τον πάγο. Η κάθε σούστα σήκωνε 8 κασέλες. Τις κολώνες του πάγου που φόρτωναν τις προστάτευαν με πριονίδι. Οι σούστες έφευγαν από την Αθήνα στη μία το μεσημέρι κι έφταναν στη Ραφήνα το βράδυ. Διάρκεια διαδρομής 4-6 ώρες. Ξεζέβανε στο σταύλο της Ραφήνας ως τα μεσάνυχτα που θα ξανάφευγαν1.
Οι σούστες αυτές, φορτωμένες τα’ αλιεύματα, την άνοιξη και το καλοκαίρι με ζέστη, σταμάταγαν στην Παλλήνη (Χαρβάτι) κι άλλαζαν άλογα. Όταν τα ψάρια ήταν λιγοστά κι η σούστα ήταν ασύμφορη, τα βάζανε σε πανέρια και τα φόρτωναν σε μουλάρια – σε δυο τρία διαφορετικά επίπεδα – και τα πήγαιναν στο Γέρακα για να τα φορτώσουνε στο πρωϊνό τραίνο που ερχόταν από το Λαύριο. Κάποτε τα πάγαιναν κι ως την Αθήνα με το μουλάρι!
Μεσοπόλεμος. Ο Χρήστος Κέκης και ο Νίκος Κοκκίνης μπροστά από τοπαραλαβητήριο (φωτ. αρχείο: Αργυρώ Γκιβίση)
Ο καπετάν Δημήτρης Μουτσάτσος θυμάται
Ο καπετάν Δημήτρης αφηγείται στους μαθητές του 2ου ΤΕΕ Ραφήνας για το λιμάνι, το 2007 (φωτ. Α. Λαζαρής)
Ο Καπετάν-Δημήτρης Μουτσάτσος με καταγωγή από τα Βάτικα της Λακωνίας (1920) πρωτοήρθε στη Ραφήνα το 1931 για δουλειά, μιας και «η Ραφήνα ήταν τότε πιο καλή ψαρόσκαλα από το Λαύριο». Ο καπετάν Δημήτρης θυμάται:
"Προπολεμικώς, η Ραφήνα ήταν σκάλα-ψαρόσκαλα και ερχόντουσαν τα καΐκια για να ξεφορτώσουν τα ψάρια. Η Ραφήνα ήταν πιο καλή ψαρόσκαλα από το Λαύριο. Εδώ βγαίνανε πολλά ψάρια, μιας και η Αθήνα ήταν πιο κοντά. Ήταν Σκάλα καλή. Έπηζε ο κόσμος από ψάρια. Τα ψάρια από το Λαύριο και τη Χαλκίδα ταξίδευαν με το τραίνο. Από τη Ραφήνα έφταναν στην Αθήνα με τη σούστα".
"Στην Κατοχή τα καΐκια ταξίδευαν μόνο με τα πανιά και τα κουπιά, μιας και το πετρέλαιο ήταν λαθραίο. Τα καΐκια δούλευαν με τα κουπιά. Στις μεγάλες τράτες δουλεύανε τριάντα άτομα, πραγματική βαριά βιομηχανία2".
"Ερχόντουσαν στη Ραφήνα οι ψαροπούλες με τα πανιά από το Μαρμάρι, τα Στείρα και τα άλλα μέρη και με τη σειρά άφηναν τα ψάρια. Τα ψάρια τα έπαιρναν οι σούστες και τα μετέφεραν στην Κεντρική Αγορά".
"Βγάζανε ένα πανέρι και το ζύγιζαν 20 οκάδες ψάρια και το γέμιζαν απέξω με σχίνα για να βαστάει το ψάρι. Πήγαιναν με τις σούστες μέχρι το Πικέρμι, όπου υπήρχε τότε το Χάνι του Σκοδρά. Στου Σκοδρά το Χάνι αλλάζανε άλογα. Έφταναν τα ξημερώματα στην Αγορά και εκεί άλλαζαν ξανά άλογα και γύριζαν πίσω. Στου Σκοδρά το Χάνι άλλαζαν ξανά άλογα και έφταναν στη Ραφήνα".
Οι παράγκες–περιλαβητήρια και οι «μανάβηδες»
Οι παράγκες έχουν χτιστεί και έχουν γίνει μαγαζιά στη δεκαετία του 1960 (φωτ. αρχείο Α.Λαζαρή)
«Μανάβηδες» έλεγαν τότε τους εμπόρους των ψαριών. Οι παλιοί «μανάβηδες» ήταν ο Βυθούλκας, ο Παυλάκης, ο Κραββαρίτης, ο Ζωγράφος και είχαν εδώ τους αντιπροσώπους τους (περιλαβητές). Μετά τον πόλεμο που χάθηκαν οι παλιοί «μανάβηδες», βγήκαν καινούριοι έμποροι»2. Τα περίφημαπαραλαβητήριαήταν, λοιπόν, αυτά τα μικρά "μαγαγαζάκια", στα οποία κάθονταν οι παραλαβητές των ψαριών. Σήμερα, τα "μαγαζάκια" αυτά έχουν γίνει πρακτορεία εισιτηρίων, ταβέρνες, καφενεία.
Πηγές:
1: Τάσου Ζάππα «Αλιευτικό Χρονικό του Ευβοϊκού» (Αθήνα, 1968).
2: Καπετάν-Δημήτρης Μουτσάτσος, συνεντεύξεις στα πλαίσια του Προγράμματος Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης του 2ου ΤΕΕ Ραφήνας «Ιστορία του λιμανιού της Ραφήνας», Ραφήνα 2007.