Οι δύο ναυμαχίες της Άνδρου, οι ναύαρχοι που ναυμάχησαν και η Ελληνική Επανάσταση...
Γράφει ο Γιάννης Πίππας
Πίνακας για τη ναυμαχία της Άνδρου του 1790 με τον Λάμπρο Κατσώνη
Αγαπητέ Διαμαντή,
Ανταποκρινόμενος στο κάλεσμά σου για συμμετοχή στον εορτασμό της επετείου των 200 ετών από το ’21 σου, στέλνω απόσπασμα από το άρθρο μου που δημοσίευσα στο «Νήσος Άνδρος» το καλοκαίρι του 2017 με τον τίτλο «Ναυμαχίες της Άνδρου». Το απόσπασμα αυτό επιπλέον εμπλουτισμένο με στοιχεία, αλλά και με φωτογραφίες μπορείς να το αναρτήσεις στο «Εν Άνδρω».
Γιάννης Πίππας
Πίνακας για τη ναυμαχία της Άνδρου του 1790 με τον Λάμπρο Κατσώνη
Επειδή θεωρούμε επιβεβλημένο να συμμετάσχει και το νησί της Άνδρου στον Πανελλήνιο εορτασμό των 200 χρόνων από το ’21, παρουσιάζουμε δύο ναυμαχίες που διεξήχθησαν στο στενό του Κάβο-Ντόρου. Η πρώτη ναυμαχία έγινε τις 7/8 Μαίου του 1790 κατά τη διάρκεια του κινήματος του Λάμπρου Κατσώνη, το οποίο κίνημα μαζί με τα Ορλωφικά και την αντίσταση των Σουλιωτών στον Αλή Πασά, συνιστούν κατά τους ιστορικούς την προεπανάσταση. Η δεύτερη ναυμαχία στις 25 Μαίου του 1825, μέσα στην Επανάσταση. Το κίνημα του Κατσώνη απέτυχε μεν, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, αφού, παρόλη την αρχική υποστήριξη από τη Τσαρίνα Μεγάλη Αικατερίνη, εγκαταλείφθηκε από τη Ρωσία στη συνέχεια με τη συνομολόγηση της Ρωσο-τουρκικής συνθήκης του Ιασίου το 1792. Ήταν όμως, τόσο δυναμικό αυτό το κίνημα, ώστε απετέλεσε προέναυσμα του ’21.
Το στενό του Κάβο Ντόρου
Μεγάλη είναι ανά τους αιώνες η γεωστρατηγική σημασία της Άνδρου για τον έλεγχο του Αιγαίου. Και αυτό γιατί από τον Καβο-Ντόρο εδώ και αιώνες, αλλά και σήμερα διέρχονται οι εμπορικοί δρόμοι που συνδέουν τη Δυτική Μεσόγειο με τη Μαύρη θάλασσα. Για να το κατανοήσει κανείς καλύτερα αρκεί να κοιτάξει στο διαδίκτυο τις θέσεις των πλοίων στο Αιγαίο σε πραγματικό χρόνο και τόπο. Θα διαπιστώσει μια συνεχή ροή πλοίων από τον Κάβο-Μαλιά να ανεβαίνει προς τον Κάβο-Ντόρο και στη συνέχεια προς τα στενά του Ελλησπόντου και τη Μαύρη θάλασσα και αντίστροφα. Όμως και το νησί της Άνδρου επί πλέον προσφέρει, εκτός από τα στενά του Κάβο-Ντόρου, το φυσικό λιμάνι του Γαυρίου και μια εξαιρετικά υπήνεμη ράδα που εκτείνεται από τον Κάτω Άγιο Πέτρο ως το Μπατσί. Αυτά τα φυσικά πλεονεκτήματα αξιοποιήθηκαν ανά τους αιώνες και κατά τους προεπαναστατικούς χρόνους, αλλά και κατά την Ελληνική Επανάσταση του ’21.
Α) Η ναυμαχία της Άνδρου της 7ης/8ης Μαίου 1790
Το πλοίο του Λάμπρου Κατσώνη "Αθηνά της Άρκτου"
H ναυμαχία αυτή εντάσσεται στα επιχειρήσεις του Στ΄ Ρωσο-τουρκικού πολέμου (1787-1792). Η κυβέρνηση της Μεγάλης Αικατερίνης, για να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στα νώτα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έστειλε τον Έλληνα αξιωματικό του ρωσικού στόλου Λάμπρο Κατσώνη με καταγωγή από τη Λειβαδιά, να συγκροτήσει στόλο και να ελέγξει το Αιγαίο, ώστε να υποχρεωθούν οι Τούρκοι να αποσύρουν ναυτικές δυνάμεις από το κύριο θέατρο επιχειρήσεων της Μαύρης Θάλασσας και της Βαλκανικής. Ο Κατσώνης στη Τεργέστη, με ρωσικά ρούβλια, αλλά και με τη συνδρομή των Ελλήνων εμπόρων της Τεργέστης, ναυπήγησε το πρώτο του πλοίο, την «Αθηνά της Άρκτου» και, αφού αιχμαλώτισε οθωμανικά πλοία, συγκρότησε ένα στόλο και με ναυτική του βάση το λιμάνι της Κέας, κυριάρχησε στο Αιγαίο ως κουρσάρος της Μεγάλης Αικατερίνης.
Σημειωτέον ότι ο Κατσώνης χρησιμοποιούσε επίσης ως χώρο ελλιμενισμού την υπήνεμη ράδα που εκτείνεται από τον Κάτω Άγιο Πέτρο έως το Μπατσί και, για να επισκευάζει τα πλοία του ένα μικρό κολπίσκο, τον «Ταρσανά», ο οποίος βρίσκεται, σύμφωνα με τον ιστορικό Δημήτρη Πασχάλη, ανάμεσα στους Φούρνους του Γαυρίου και στο Μπατσί. Γράφει ο Πασχάλης για τον Ταρσανά του Κατσώνη: « Ο Λάμπρος Κατσώνης ορμητήριον καί ναύσταθμον αυτού είχε τόν λιμένα της Κέας, καταλλήλως υπ’ αυτού οχυρωθέντα. Αλλά πρός επιδιόρθωσιν των πλοίων του εχρησιμοποίει καί τόν όρμον «Ταρσανά» της Άνδρου, κείμενον μεταξύ της θέσεως Φούρνοι καί του Μπατσίου. Εις τόν μικρόν τούτον όρμον εστάθμευε συχνά ο Λάμπρος Κατσώνης καί επεσκεύαζεν προχείρως τά πλοία του, εξ ου καί τό ονομα «Ταρσανάς» του όρμου. Σώζεται περί τούτου παράδοσις μεταξύ των κατοίκων του Γαυρίου, ην ημείς αυτοί ηκούσαμεν παρά γηραιού καλογήρου της Μονής της Αγίας, ότε περιηγούμεθα το Γαύριον εν έτει 1902».
Η σημαία του Λάμπρου Κατσώνη
Ο μεταρρυθμιστής Σουλτάνος Σελίμ Γ’, ο οποίος πρώτος προχώρησε στην πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Tanzimat), αποφασισμένος να αντιμετωπίσει αποφασιστικά το ρωσικό αντιπερισπασμό, έστειλε τον οθωμανικό στόλο με αρχηγό τον Καπουδάν Μουσταφά Πασά από τα Δαρδανέλια με 15 πλοία και τον αλγερινό πειρατικό στόλο με τον Σαήτ Αλή Πασά από το νότο με 12 πλοία, για να πλήξει τον Κατσώνη στο Αιγαίο. Στις 6 Μαίου του 1790 ο Κατσώνης, όταν ενημερώθηκε για την τουρκική προσέγγιση, άφησε το αγκυροβόλιό του στη Τζιά και έσπευσε με τους Λαμπρινούς του (έτσι ονομάζονταν τα πληρώματα των πλοίων του), για να κάνει επαφή με τον Οθωμανικό στόλο στο Κάβο- Ντόρο. Καπετάνιοι στα εννέα πλοία του ήταν ο ίδιος και οι: Ζυγούρης, Αλεξόπουλος, Κασίμης, Μπουρνοζάκης, Αναργύρου, Νικηφοράκης, Καρακατσάνης και Παταράκης.
Στη ναυμαχία της 7ης Mαίου του 1790 ο στολίσκος του Κατσώνη έτρεψε σε φυγή τον τουρκικό στόλο, τον οποίο διέσωσε η έλευση της νύχτας, αλλά την άλλη ημέρα οι Λαμπρινοί είδαν από τα νότια τον αλγερινό στόλο να τους εγκλωβίζει στον Κάβο-Ντόρο. Επρόκειτο πια για αγώνα άνισο. Ο οθωμανικός και ο αλγερινός στόλος άρχισαν να βάλουν από απόσταση με τα κανόνια τους και, επειδή οι βολές τους δεν έφερναν κανένα αποτέλεσμα, χρησιμοποίησαν τη μέθοδο του εμβολισμού και του ρεσάλτου. Πρώτη επιτέθηκε η τουρκική ναυαρχίδα κατά του «Αχιλλέα» του Καπετάν Ζυγούρη, αλλά αποκρούσθηκε. Αμέσως στράφηκε κατά της «Μαρίας» του Καπετάν Κασίμη, η οποία κατελήφθη. Ταυτόχρονα ένα αλγερινό πλοίο επιτέθηκε στην «Αθηνά της Άρκτου» του Κατσώνη. Ο Κατσώνης, αφού άλειψε με λίπος το κατάστρωμα της «Αθηνάς», ώστε να γλιστρούν οι επιτιθέμενοι, απέκρουσε το ρεσάλτο των Αλγερινών σφαγιάζοντάς τους.
Πίνακας αναφερόμενος στη ναυμαχία της Άνδρου του 1790 με τον Λάμπρο Κατσώνη.
Το πλοίο του Αλεξόπουλου βγήκε εκτός μάχης και προτίμησε να το ρίξει στα βράχια της Άνδρου, όπου το ανατίναξε και το πλήρωμά του, οι 10 επιζώντες ναύτες, βγήκε στην Άνδρο. Το ίδιο και ο Καπετάν Νικηφοράκης έριξε το πλοίο του στα βράχια της Άνδρου (στο Καμινάκι) και διασώθηκε με τους 94 ναύτες του. Τα ημιθανή υπόλοιπα πλοία, ανάμεσα στα οποία και η «Αθηνά», αυτοβυθίσθηκαν, για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών. Μόνο το πλοίο του Καπετάν Παταράκη βγήκε αλώβητο και περισυνέλλεξε τους διασωθέντες Λαμπρινούς.
Ο ίδιος ο Κατσώνης διασώθηκε σε μια βάρκα αρχικά και στη συνέχεια στο πλοίο του Παταράκη και κατέφυγε στο Τσιρίγο, όπου ξεκίνησε την αναδιοργάνωση του στόλου του. Ο απολογισμός της ναυμαχίας ήταν 565 νεκροί και 53 αιχμάλωτοι από τους Λαμπρινούς, ενώ από την τουρκική πλευρά πάνω από 3.000 οι νεκροί. Τη ναυμαχία από το ακρωτήριο του Καφηρέα την παρακολούθησε ένα Βενετικό πλοίο, το πλήρωμα του οποίου ομολόγησε τον ηρωϊσμό των πληρωμάτων του Κατσώνη. Τότε κυκλοφόρησε από τους τουρκολάτρες Κοτζαμπάσηδες της Άνδρου αυτό το χαιρέκακο τσιτάτο: «Αν σ’ αρέσει Μπάρμπα-Λάμπρο, ξαναπέρνα από την Άντρο». Ο λόγος που οι Αντριώτες Κοτζαμπάσηδες τον μισούσαν, ήταν γιατί τους εξανάγκαζε να μην παραδίδουν τους φόρους στο Σουλτάνο, αλλά σε αυτόν, στην Κέα.
Μετά τη ναυμαχία ο αλγερινός στόλος του Σαήτ Αλή Πασά κατευθύνθηκε στο λιμάνι του Γαυρίου και αποβίβασε αγήματα, για να συλλάβουν στην Άνδρο όσους από τους Λαμπρινούς διασώθηκαν. «Υπό την οδηγίαν δέ πανικοβλήτων τινων Αλβανών κατοίκων του Αμολόχου», γράφει ο Πασχάλης, συνέλαβαν αρκετούς, τους οποίους απαγχόνισαν από τις κεραίες της αλγερινής ναυαρχίδας. Πρόκειται για τους Ψαριανούς: Κωνσταντή Καλημέρη, Ιωάννη Δεσποινάρα, Γεώργιο Κεφάλα, Ανδρέα Παπατζερέ, Δημήτριο Κουρνούτο, Νικολή Κοντό, Γεώργιο Κοντό, Δημήτριο Κυπαρίση και Κωνσταντή Τζετζερέ. Οι υπόλοιποι Λαμπρινοί, οι « Σπαντίδες», όπως τους χαρακτήριζε ο Σαήτ Πασάς, καταδιωκόμενοι σε όλη την Άνδρο, συνελήφθησαν αργότερα, με τη συνδρομή του Κοτζάμπαση της Άνδρου Λορέντζου Καίρη, αλλά κατόρθωσαν να διαφύγουν, αφού κατέλαβαν το τουρκικό πλοίο που τους μετέφερε στη Χίο για εκτέλεση.
O Λάμπρος Κατσώνης
Σκίτσο απεικονίζον τον Λάμπρο Κατσώνη
Ο Λάμπρος Κατσώνης γεννήθηκε τo 1752 στη Λειβαδιά και πέθανε το 1802 στη Γιάλτα της Κριμαίας. Πήρε μέρος στο κίνημα των Ορλωφικών και το 1774, μετά τη ρωσο-τουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, κατατάχθηκε στο ρωσικό στρατό και έφθασε στο βαθμό του Λοχαγού. Το 1789 πήγε στην Τεργέστη και με τη χρηματική ενίσχυση των εκεί πλούσιων Ελλήνων συγκρότησε ένα μικρό στολίσκο και βγήκε στο Αιγαίο ως κουρσάρος της Μεγάλης Αικατερίνης. Έχοντας ως ορμητήριο το ασφαλές λιμάνι της Τζιάς, κατεναυμάχησε επανειλημμένως τον τουρκικό στόλο στο Αιγαίο υποχρεώνοντάς τον να αποσυρθεί από το κύριο μέτωπο του ρωσοτουρκικού πολέμου, τη Μαύρη Θάλασσα.
Μετά την ήττα του στο στενό του Κάβο-Ντόρου κατέφυγε στα Κύθηρα, όπου ανασυγκρότησε το στόλο του. Το 1792 μετά τη συνθήκη του Ιασίου και τη ρωσο-τουρκική συμφιλίωση, διατάχθηκε να σταματήσει την αντιτουρκική του δράση, αλλά αρνήθηκε να συμμορφωθεί στις ρωσικές εντολές, με αποτέλεσμα να του αφαιρεθεί ο ρωσικός βαθμός του χιλιάρχου. Σε συνεργασία με τον Ανδρέα Βαρόση, τον πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ανάδοχος του οποίου υπήρξε, οχύρωσε το Πόρτο-Κάγιο της Μάνης, αλλά εκεί ως πειρατής πια, δέχθηκε συνδυασμένη γαλλο-τουρκική επίθεση και καταδιωκόμενος διέσχισε με το Βαρόση (Ανδρίτσο) το Μωριά και τη Ρούμελη και έφθασε στη βενετοκρατούμενη Πάργα και στη συνέχεια στη Ρωσία.
Η έπαυλη του Λάμπρου Κατσώνη «Λειβαδιά» στη Γιάλτα της Κριμαίας, η οποία λειτούργησε αργότερα ως θερινό ανάκτορο των Τσάρων. Σε αυτή την έπαυλη το Φεβρουάριο του 1943 έγινε η ομώνυμη Διάσκεψη της Γιάλτας μεταξύ Ρούσβελτ, Στάλιν και Τσόρτσιλ, λίγο πριν τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με την οποία ρυθμίσθηκε ο μεταπολεμικός κόσμος.
Το 1798 η Μεγάλη Αικατερίνη του απένειμε το βαθμό του Συνταγματάρχη. Το 1802 παραιτήθηκε από το ρωσικό στρατό και εγκαταστάθηκε στη Γιάλτα της Κριμαίας σε αγρόκτημα που του δώρισε η Μεγάλη Αικατερίνη. Το αγρόκτημά του αυτό το ονόμασε «Λειβαδιά», όπως και το μέγαρό του στη Γιάλτα. Αυτό το μέγαρο, η «Λειβαδιά» χρησίμευσε αργότερα ως παραθεριστική κατοικία των Τσάρων της Ρωσίας και σε αυτό το μέγαρο έγινε η περίφημη διάσκεψη της Γιάλτας το Φεβρουάριο του 1945 μεταξύ Στάλιν, Ρούσβελτ και Τσόρτσιλ. Από το γάμο του με τη Τζιώτισσα Αγγελίνα-Μαρία Σοφιανού απέκτησε τρεις γιους, οι οποίοι σταδιοδρόμησαν ως Ρώσοι αξιωματικοί. Σημερινός του απόγονος είναι ο Ανατόλι Νικολάγιεβιτς Κατσώνης κάτοικος Μόσχας.
Β) Η ναυμαχία της Άνδρου της 25ης Μαίου του 1825
Η ναυμαχία αυτή της Άνδρου , της 25ης Μαρτίου του 1825 εντάσσεται μέσα σε μια σειρά ναυτικών επιχειρήσεων που έγιναν κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Στις 11 Μαίου του 1825 ύστερα από παρατεταμένη πολιορκία ο Ιμπραήμ Πασάς πέτυχε να του παραδοθεί το Νεόκαστρο της Μεσσηνίας ( Ναβαρίνο), με αποτέλεσμα να παύσει κάθε αντίσταση στη Μεσσηνία. Στη συνέχεια ο Αιγυπτιακός στόλος αναχώρησε για το ασφαλές ορμητήριό του στη Σούδα της Κρήτης, ενώ ο ελληνικός υπό το ναύαρχο Μιαούλη παρακολουθούσε την πορεία του μέχρι τη Σούδα. Εν τω μεταξύ άλλος τουρκικός στόλος υπό την ηγεσία του Καπουδάν Πασά Χοσρέφ βγήκε από τα Δαρδανέλια με κατεύθυνση προς την Ύδρα, αλλά με αντικειμενικό σκοπό να ανεφοδιάσει τα στρατεύματα του Κιουταχή που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι. Αμέσως, μπροστά στον κίνδυνο να γίνει τουρκική επίθεση κατά της Ύδρας, με διαταγή του ναυάρχου Μιαούλη, ξεκίνησε κατά του τουρκικού στόλου η δεύτερη μοίρα του ελληνικού με ναύαρχο το Γ. Σαχτούρη, το Νικόλαο Αποστόλη και το Γεώργιο Ανδρούτσο.
Η συνάντηση των δύο στόλων έγινε στις 23 Μαίου έξω από την ερημονησίδα Γερακούλι, στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Εύβοιας, Άνδρου, Κέας και Αττικής. Ο Σαχτούρης, όμως, προτίμησε να παρασύρει τον τουρκικό στόλο στο στενό του Κάβο-Ντόρου, μεταξύ Άνδρου και Καρύστου και εκεί να τον αντιμετωπίσει. Την εκλογή του θαλάσσιου αυτού χώρου για ναυμαχία την υπέδειξαν στον Σαχτούρη οι Σπετσιώτες εξάδελφοι Γιάννης και Αναγνώστης Κυριακός. Τριάντα πέντε ελληνικά πλοία με τρία πυρπολικά αντιμετώπισαν πάνω από πενήντα τουρκικά, που έσερναν μαζί τους σαράντα φορτηγά (πλοία ανεφοδιασμού), τα περισσότερα με αυστριακή σημαία. Είναι γνωστό ότι η Αυστρία του Μetternich πολέμησε την ελληνική επανάσταση όχι μόνο διπλωματικά, αλλά εμμέσως και στρατιωτικά, ανεφοδιάζοντας με τον εμπορικό της στόλο στη Μεσόγειο τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Κατά την έκθεση του Σαχτούρη η ναυμαχία άρχισε στις 9 το πρωί και βάστηξε ως τις 6 το απόγευμα της 25ης Μαρτίου του 1825. Κατά τις 3 το απόγευμα η δεύτερη ελληνική ναυτική μοίρα διέσπασε την εχθρική παράταξη και αμέσως, σαν από σύνθημα, δύο πυρπολικά, διοικούμενα από τον Υδραίο Γιάννη Ματρόζο και το Σπετσιώτη Λάζαρο Μουσούν, όρμησαν εναντίον μιας φρεγάτας 66 κανονιών που μετέφερε το ταμείο του τουρκικού στόλου και την τίναξαν στον αέρα. Από την αριστερή πλευρά της ελληνικής παράταξης το πυρπολικό του Υδραίου Μανόλη Μπούτη ανατίναξε μια τουρκική κορβέτα 36 κανονιών. Από τη τουρκική φρεγάτα χάθηκαν 800 άνδρες, από τους οποίους 150 του Mηχανικού, καθώς και πάμπολλα πολεμοφόδια προοριζόμενα για το κάστρο της Πάτρας και για το Μεσολόγγι, ενώ με την ανατίναξη της κορβέτας χάθηκαν 300, από τους οποίους πολλοί ήταν Κοζάκοι, Αυστριακοί και Αρμένιοι.
Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν τρεις νεκροί και τέσσερις τραυματίες. Είκοσι τουρκικά μπρίκια κατέφυγαν στον κόλπο της Ερέτριας και μια κορβέτα καταδιωκομένη από επτά ελληνικά πλοία ρίχθηκε και πυρπολήθηκε από τους ίδιους τους άνδρες της στη Ντελαγκράτσια της Σύρου. Τριάντα περίπου μεταγωγικά έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων. Ο τουρκικός στόλος υπό τον Καπουδάν Πασά με τα 35 πλοία που του απέμειναν κατευθύνθηκε προς τη Σούδα της Κρήτης για να ενωθεί με τον αιγυπτιακό στόλο, ενώ ο ελληνικός, μη έχοντας άλλα πυρπολικά, έχασε τη δυνατότητα να του επιφέρει επιπλέον πλήγματα.
Ο ναύαρχος Γεώργιος Σαχτούρης
O ναύαρχος Γεώργιος Σαχτούρης γεννήθηκε το 1783 στην Ύδρα και από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με ναυτικές δραστηριότητες. Πήρε μέρος στην Επανάσταση του ’21 και συμμετέχοντας στις ναυμαχίες των Πατρών, των Σπετσών, του Γέροντα και της Σάμου. Σπουδαιότερή του επιτυχία ήταν η κατατρόπωση του τουρκικού στόλου στη ναυμαχία του Κάβο-Ντόρου (την εξιστορούμε παραπάνω) στις 25 Μαρτίου του 1825. Επίσης πήρε μέρος, υπό την ηγεσία του Κανάρη, στην αποτυχημένη απόπειρα πυρπόλησης του αιγυπτιακού στόλου στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Με την έλευση του Καποδίστρια διορίσθηκε αρχηγός της μοίρας των μεσσηνιακών ακτών, αλλά προσχώρησε αργότερα στους αντικαποδιστριακούς. Με την έλευση του Όθωνα κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό και έφθασε στο βαθμό του Αντιναυάρχου και του Διοικητού του Ναυστάθμου του Πόρου. Πέθανε το 1841. Δισέγγονός του είναι ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης.
Ο ναύαρχος Νικολής Αποστόλης
Ο ναύαρχος Νικολής Αποστόλης ήταν αγωνιστής του 1821 και αρχηγός του στόλου των Ψαριανών κατά τη διάρκεια της Ελληνικής επανάστασης το 1821. Γεννήθηκε στα Ψαρά το 1770. Απέκτησε πολλά χρήματα ως αρχιπλοίαρχος και εκπρόσωπος της ναυτιλιακής Εταιρίας του Ράλλη από τη Χίο. Πήρε μέρος στο κίνημα του Κατσώνη και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης διέθεσε έξι πλοία και πολλά χρήματα. Συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις επικεφαλής του ψαριανού στόλου προκειμένου να εμποδιστεί ο ανεφοδιασμός του τουρκικού στόλου με τρόφιμα και πολεμοφόδια. Στα μέσα του Απρίλη του 1821 έκανε μια καταδρομική επιχείρηση μέσα στο λιμάνι της Σμύρνης, όπου βύθισε ένα τουρκικό και αιχμαλώτισε άλλα τέσσερα κατάφορτα με τρόφιμα και πολεμοφόδια.
Τα προϊόντα αυτής της καταδρομικής επιχείρησης θριαμβευτικά τα μετέφερε στα Ψαρά. Ο ρόλος των Ψαρών στην Επανάσταση ήταν με καταδρομικές ενέργειες στα μικρασιατικά παράλια να ανεφοδιάζουν την Επανάσταση. Μετά την καταστροφή των Ψαρών (1824) κατέφυγε στις Σπέτσες και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου. Έλαβε μέρος και σε πολλές άλλες ναυμαχίες, στην Κω και στα στενά της Αλικαρνασσού και διακρίθηκε για την πολεμική του ανδρεία και την αντοχή. Πολέμησε στον Γέροντα, στη Μυτιλήνη, στην Κρήτη και αλλού. Πέθανε στην Αίγινα στις 6 Απριλίου 1827. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στον Πόρο.
Ο ναύαρχος Γεώργιος Ανδρούτσος
Ο ναύαρχος Γεώργιος Ανδρούτσος , γνωστότερος ως Κολανδρούτσος, γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1813 και ασχολήθηκε με το ναυτεμπόριο της εποχής, αποκτώντας για τον κατοπινό αγώνα εξαιρετική ναυτική πείρα. Στις επιχειρήσεις του Σεπτεμβρίου του 1822 στον Αργολικό κόλπο ηγήθηκε της ναυτικής μοίρας των Σπετσών και το 1823 και 1824 επανεκλέχθηκε ναύαρχος των Σπετσών. Πήρε μέρος στις ναυμαχίες της Αλικαρνασσού, του Γέροντα, του Ηρακλείου Κρήτης, του Κάβο-Ντόρου (την εξιστορούμε παραπάνω), της Σούδας και του Πατραϊκού κόλπου. Στην τελευταία ναυμαχία (του Πατραϊκού) έγινε αποτυχημένη προσπάθεια ανεφοδιασμού του Μεσολογγίου(από τις 30 Μαρτίου έως 8 Απριλίου 1826). Την ίδια χρονιά (1826), όταν κατέπλευσε στην Ελλάδα η φρεγάτα Ελλάς, διορίσθηκε κυβερνήτης του πλοίου.
Κατά τη διακυβέρνηση του Καποδίστρια του απονεμήθηκε ο βαθμός του αντιναυάρχου. Στάθηκε ως το τέλος στο πλευρό του Καποδίστρια, σε αντίθεση με το Μιαούλη, ο οποίος προέβη, κατόπιν εντολής των αντικαποδιστριακών καραβοκύρηδων της Ύδρας, σε μιαν ανήκουστη πράξη, την ανατίναξη της φρεγάτας Ελλάς στον Πόρο. Επρόκειτο για μια από τις μελανότερες πλευρές του ’21. Ο ναύαρχος Ανδρούτσος τέθηκε από το καθεστώς της Αντιβασιλείας και του Όθωνα σε μακρόχρονη διαθεσιμότητα ως φιλοκαποδιστριακός. Αποσύρθηκε στις Σπέτσες, όπου πέθανε το 1867 σε ηλικία 67 ετών.
Ο Χοσρέφ Πασάς (το πλήρες του όνομα Κοτζά Μεχμέτ Χοσρέφ Πασάς) ήταν Κιρκάσιος στην καταγωγή και γεννήθηκε το 1769. Έδρασε στην Αίγυπτο, όταν μετά την αποχώρηση του Ναπολέοντα από την Αίγυπτο διορίσθηκε από το Σουλτάνο Μπέης της Αιγύπτου με αποστολή να καταπνίξει την εξέγερση των Μαμελούκων. Το 1822, μετά το θάνατο του Καρά Αλή στη Χίο (πυρπολήθηκε η ναυαρχίδα του από τον Κανάρη), ο Χοσρέφ διορίσθηκε από το Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ Καπουδάν Πασάς, με κύρια αποστολή να καταπνίξει την Επανάσταση στο Αιγαίο σε συνεργασία με το αιγυπτιακό ναυτικό, καταστρέφοντας τα ναυτικά νησιά του Αιγαίου που στήριζαν την Επανάσταση.
Ο Χοσρέφ Πασάς κατάφερε στις 21 Ιουνίου του 1824 να καταστρέψει τα Ψαρά, ενώ ο Αιγυπτιακός στόλος κατέστρεψε την Κάσο, ηττήθηκε όμως από τον ελληνικό στόλο στη ναυμαχία του Γέροντα από το Μιαούλη και στη ναυμαχία του Κάβο-Ντόρου (αυτή που εξιστορούμε) από τον Σαχτούρη. Το 1826 ο Σουλτάνος του ανέθεσε την εξόντωση του αναχρονιστικού σώματος των Γενιτσάρων, αποστολή την οποία την έφερε σε πέρας με επιτυχία και προχώρησε στη συγκρότηση του πρώτου πειθαρχημένου τακτικού τουρκικού στρατού. Το 1839, μετά το θάνατο του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’, έγινε Μεγάλος Βεζίρης από το νέο Σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ και έμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι το 1841. Πέθανε το 1855.