Η Ελλάδα των 50 εκατομμυρίων τουριστών!!!
Του Θοδωρή Γεωργακόπουλου
Δημοσιογράφος – Συγγραφέας
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 25/9/21
Στα τέλη του 2018 βρέθηκα στις ΗΠΑ για ένα μήνα, κατά τον οποίο ταξίδεψα σε τέσσερις Πολιτείες και συνάντησα περισσότερους από διακόσιους ανθρώπους κάθε είδους, μορφής, σχήματος και χρώματος. Γερουσιαστές, δήμαρχοι, οδηγοί Uber, επιχειρηματίες, εργάτες και baristas, εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι μεταξύ τους, είχαν όλοι ένα κοινό χαρακτηριστικό που μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση: όλοι -μα όλοι- ήξεραν την Ελλάδα. Και δεν είχαν απλά ακουστά τη χώρα μου - ήξεραν πράγματα γι’ αυτήν, είχαν μάθει ή διαβάσει κάτι, είχαν γνώμη για το μέρος αυτό, μέσα στα μυαλά τους είχαν αφιερώσει λίγο χώρο και λίγο χρόνο για να κρατήσουν μια (έστω, ανολοκλήρωτη) εικόνα του.
Αυτό δεν συνέβαινε με τις χώρες των περισσότερων από τους συνοδοιπόρους μου. Άκουγαν οι αμερικάνοι φίλοι λέξεις όπως “Βουλγαρία” ή “Πολωνία” και στα μάτια των περισσότερων έβλεπες το δισταγμό, εκείνη τη στιγμιαία, φευγαλέα θολούρα που σημαίνει “ακούω τη λέξη αυτή που μου λες και θέλω να σε πιστέψω ότι αυτή είναι μια χώρα που υπάρχει, αλλά διατηρώ και μια επιφύλαξη ότι μου κάνεις πλάκα τώρα”. Κανένας δεν είχε καμία θολούρα ή δισταγμό όταν άκουγε “Ελλάδα”, ωστόσο. Όλοι την ήξεραν και όλοι -μα όλοι- μου έλεγαν ένα από αυτά τα δύο πράγματα: “δεν έχω πάει και θέλω να έρθω” ή “έχω πάει και θέλω να ξανάρθω”.
Νομίζω ότι πολλοί δεν έχουμε ακριβή εικόνα για την εικόνα της πατρίδας μας στο εξωτερικό. Είμαστε μια μικρή χώρα, με σχετικά περιορισμένη ισχύ και επιρροή, αλλά το αποτύπωμά μας είναι δυσανάλογο του μεγέθους μας. Η υπόλοιπη ανθρωπότητα “μας ξέρει”. Είμαστε στο ραντάρ, έχουμε σημασία, δεν είμαστε αμελητέοι ή αδιάφοροι. Είμαστε στην κατηγορία χωρών όπως η Γαλλία, η Ιταλία ή η Ισπανία: οι χώρες που τις ξέρουν όλοι και θέλουν να τις επισκεφτούν όλοι.
Βεβαίως, γι’ αυτό δεν φταίμε ακριβώς “εμείς” αλλά δύο άλλοι σοβαροί παράγοντες: αυτά που έκαναν οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ χιλιάδες χρόνια πριν και το ότι από καθαρή τύχη, χάρη σε μια γεωλογική συγκυρία, το δικό μας είναι ένα από τα αντικειμενικά ομορφότερα μέρη του κόσμου. Αλλά δεν έχει σημασία. Είναι αυτό που είναι. Και το αποτέλεσμα είναι και το θέμα αυτού του άρθρου.
Το 2019 στην Ελλάδα ήρθαν πάνω από 34 εκατομμύρια άνθρωποι για διακοπές -πάνω από τρεις φορές ο πληθυσμός της χώρας. Είναι τεράστιο νούμερο. Μόνο έντεκα χώρες στον κόσμο υποδέχονται περισσότερους και όλες είναι πολύ μεγαλύτερες από τη δική μας. Το ρεκόρ αυτό θεωρήθηκε αξεπέραστο, γιγάντιο, ένας θρίαμβος.
Και είναι ένας θρίαμβος που όλους μας χαροποιεί και μας κάνει περήφανους. Επειδή δύο είναι οι πηγές της χαράς. Αφενός ο τουρισμός είναι η ατμομηχανή της οικονομίας μας, η ραχοκοκαλιά. Λεφτά εισρέουν στα ταμεία εξαιτίας του, και μάλιστα λεφτά που έρχονται από αλλού. Πολύ σημαντικό πράγμα για μια χώρα που κατά τα άλλα παράγει ελάχιστα εξαγώγιμα προϊόντα. Και, αφετέρου επειδή η ταυτότητά μας ως Έλληνες, η οποία είναι εξαιρετικά τρυφερή κι ευάλωτη, παίρνει μια κάποια τόνωση, μια ένεση από το απλό γεγονός ότι τόσα εκατομμύρια άνθρωποι “μας ξέρουν”, αναγνωρίζουν ότι υπάρχουμε και θέλουν να έρθουν εδώ που είμαστε εμείς.
Βεβαίως, και στις δυο αυτές χαρές υπάρχουν κάποιοι αστερίσκοι. Ο τουρισμός είναι η ατμομηχανή της οικονομίας, ας πούμε, αλλά ανάμεσα στις 30 πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν υπάρχει ούτε μία του κλάδου (κι αν εξαιρέσει κανείς μια εταιρεία ενοικίασης αυτοκινήτων και δυο αεροδρόμια, δεν υπάρχουν ούτε στο τοπ-100). Πράγμα που υποδηλώνει διάφορα θεματάκια ως προς τα έσοδα της “ατμομηχανής”.
Από την άλλη, το θέμα της υπερηφάνειας για το ότι οι ξένοι λαχταράνε να έρθουν εδώ μετριάζεται αναπόφευκτα από το γεγονός ότι κανένας δεν θέλει να έρθει εδώ για να μείνει. Αν και όλα αυτά τα εκατομμύρια θέλουν να έρθουν στη χώρα μας για διακοπές, κανείς δεν την θέλει για να ζήσει. Ίσα ίσα. Εδώ και δέκα χρόνια αυτοί που έρχονται για να ζήσουν εδώ είναι λιγότεροι από αυτούς που φεύγουν για να πάνε να ζήσουν καλύτερα αλλού.
Αλλά τέλος πάντων, ας τα αφήσουμε αυτά τα θέματα στην άκρη προς το παρόν, καθότι από μόνα τους χωράνε πολλή συζήτηση, και ας μείνουμε για τις ανάγκες αυτού του άρθρου στον προαναφερθέντα θρίαμβο. 34 εκατομμύρια άνθρωποι το χρόνο. Ιλιγγιώδες νούμερο, λένε. Εγώ νομίζω ότι είναι μικρό.
Η ραγδαία αύξηση των τουριστικών αφίξεων δεν οφείλεται μόνο στις παραλίες, τα αρχαία και το σουβλάκι, αλλά και σε ένα άλλο λόγο, εντελώς ανεξάρτητο από ό,τι κάνουμε εμείς: την ραγδαία ανάπτυξη του τουρισμού ως δραστηριότητα παγκοσμίως.
To 2009 οι τουρίστες που ταξίδεψαν σε άλλη χώρα για διακοπές ήταν 900 εκατομμύρια αλλά το 2019 ήταν 1,5 δισεκατομμύριο. Αυτή είναι μια πορεία που, όταν με το καλό η πανδημία τελειώσει, σχεδόν σίγουρα θα συνεχιστεί. Κατά συνέπεια το “34 εκατομμύρια” - το οποίο πριν από οκτώ χρόνια ήταν “21 εκατομμύρια”- θα μπορούσε δυνητικά να γίνει πολύ μεγαλύτερο. Ή μάλλον, σχεδόν σίγουρα μπορεί να γίνει πολύ μεγαλύτερο.
Ως brand, έχουμε όλες τις προϋποθέσεις να προσελκύσουμε και 40 και 50 εκατομμύρια ανθρώπους. Το θέμα είναι, αν μπορούμε. Κι αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η χώρα μας το επόμενο διάστημα. Γιατί το να φέρνεις πενήντα εκατομμύρια επισκέπτες σε μια χώρα με υποδομές που μετά βίας εξυπηρετούν δέκα εκατομμύρια κατοίκους δεν είναι απλό ή μικρό πράγμα.
Σε κάποια νησιά μας ακόμα καίνε μαζούτ για να έχουν ηλεκτρικό ρεύμα, σε άλλα πηγαίνουν ακόμα υδροφόρες για να έχουν πόσιμο νερό, τουλάχιστον τέσσερις προορισμοί είναι στα όριά τους από πλευρά χωρητικότητας, κλινών και υποδομών, στην Πάρο ακόμα και φέτος, εν μέσω πανδημίας είχε κάθε μέρα μποτιλιάρισμα, οι δρόμοι σχεδόν παντού εκτός εθνικών οδών είναι σε κακά χάλια, το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας δεν έχει αποχετευτικό δίκτυο, εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων δεν υπάρχουν υποδομές επεξεργασίας λυμάτων και η χώρα εξακολουθεί να τρώει 44 πρόστιμα το χρόνο από την Ε.Ε. για τις παράνομες χωματερές.
Πολύς κόσμος θέλει να έρθει στην Ελλάδα αλλά σύντομα δεν θα έχουμε πώς να τους φέρουμε (το 2019 το Ελευθέριος Βενιζέλος τερμάτισε τη χωρητικότητά του), πού να τους βάλουμε, τι να κάνουμε τα σκουπίδια τους και πώς να τους εξασφαλίσουμε αξιοπρεπείς υπηρεσίες χωρίς να καταρρεύσει όλο το σύστημα.
Η πανδημία, που ήταν καταστροφική γι’ αυτή την αγορά, έδωσε ταυτόχρονα στους υπεύθυνους ένα αναπάντεχο αλλά απαραίτητο διάλειμμα μέσα στην καταιγίδα, για να τα βάλουν κάτω και αν συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει, τι έρχεται, ποια ευκαιρία εμφανίζεται και πόσο μεγάλες, ριζικές αλλαγές θα πρέπει να έρθουν για να την εκμεταλλευτούμε.
Κάποιες κινήσεις έχουν, πράγματι, αρχίσει να γίνονται. Η σύνδεση των νησιών με το ηλεκτρικό δίκτυο της υπόλοιπης χώρας προχωράει. Έργα αφαλάτωσης επιτέλους μπαίνουν σε λειτουργία. Το Ελευθέριος Βενιζέλος ολοκλήρωσε την αναβάθμισή του για να υποδέχεται περισσότερους ακριβώς πριν σκάσει η πανδημία, και στο σχεδιασμό του ούτως ή άλλως υπάρχει περιθώριο περαιτέρω επέκτασης, αν χρειαστεί. Τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια που παραχωρήθηκαν στη Fraport ανακαινίστηκαν ριζικά σε χρόνο ρεκόρ και πλέον δεν ντρέπεσαι να στέκεσαι μέσα τους.
Η Σαντορίνη συζητάει να βάλει εισιτήριο στους επισκέπτες των κρουαζιερόπλοιων, όπως η Βενετία. Ελληνικές και ξένες εταιρείες επενδύουν σε ολοένα και περισσότερες μονάδες για να αυξηθεί το δυναμικό της χώρας σε κλίνες και να χωράμε περισσότερους. Ακόμα και τα πρόστιμα για τις χωματερές μπορεί να εξακολουθούν να είναι ντροπιαστικά πολλά -44!- αλλά πριν από δύο χρόνια ήταν 65.
Ωστόσο αυτά που γίνονται ως τώρα δεν αρκούν και σχεδόν σίγουρα δεν γίνονται αρκετά γρήγορα για να αντιμετωπίσουμε αυτό που θα έρθει σε 2-3 χρόνια. Κι αν αποτύχουμε να διαχειριστούμε αυτή την τεράστια ευκαιρία, δεν θα χάσουμε μόνο (πολλά, πολλά) λεφτά.
Φέτος το καλοκαίρι ο ευτροφισμός στις ελληνικές θάλασσες ήταν εμφανής, με φυσαλίδες, τσούχτρες και ασυνήθιστα ζεστά νερά σε πάρα πολλά σημεία, ενώ σχεδόν σε όλους τους δημοφιλείς προορισμούς της χώρας πλέον η κατάσταση τον Αύγουστο (τουλάχιστον) είναι ανυπόφορη. Αυτό το μέρος, αυτή την τύχη, αν δεν την εκμεταλλευτούμε όπως πρέπει, κινδυνεύουμε να την χαλάσουμε.