Σπασμένα Αποτυπώματα: Κόντρα στις μπουλντόζες του μέλλοντος...
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: iefimerida.gr
Τι σημαίνει για τον κόσμο του αύριο ένα παραδοσιακό καΐκι, σμιλεμένο κυριολεκτικά στο χέρι με μεράκι, από καραβομαραγκούς και ξυλοναυπηγούς μιας άλλης εποχής, στα καρνάγια και τους ταρσανάδες των νησιών; Δυστυχώς ένα πανέμορφο, χιλιοφωτογραφημένο σύμβολο της μεσογειακής ζωής που ανήκει στο παρελθόν. Η εικόνα μιας ζωής πολύ πιο αθώας και αγνής, η οποία καθώς προχωρά στο μέλλον και αλλάζει μέσα από την τεχνολογία με ραγδαίους ρυθμούς, ξεθωριάζει, γίνεται σαν κιτρινισμένη καρτ-ποστάλ, ξεχασμένη σε κάποιο παλιό συρτάρι. Αυτή τη σκληρή μετάβαση σε έναν κόσμο όπου ένα πανέμορφο καΐκι δεν σημαίνει τίποτα πια, περιγράφει με ποιητικό τρόπο ο βραβευμένος και μεταφρασμένος στο εξωτερικό συγγραφέας Γιάννης Ζιώτης, στη μικρή, αλλά πολύ περιεκτική και πλούσια σε νοήματα, νουβέλα του «Σπασμένα Αποτυπώματα» (εκδ. Πηγή).
Γραμμή εκκίνησης στην αφήγηση του Γιάννη Ζιώτη είναι η εφαρμογή μιας κοινοτικής οδηγίας που επιδοτούσε το 2017 την απόσυρση της αλιευτικής άδειας με βασική υποχρέωση όμως ο ψαράς να στείλει το καΐκι του για απόσυρση. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Πέρα από τον οικολογικό εκσυγχρονισμό και τη στροφή σε έναν πράσινο κόσμο που περιορίζει τα φαινόμενα ανεξέλεγκτης αλιείας και υπερεκμετάλλευσης των θαλάσσιων πόρων, σημαίνει ταυτόχρονα και την αποκοπή των ανθρώπων ενός τόπου από τις ρίζες και τις παραδόσεις τους. Σημαίνει μια βίαιη εξορία από την ίδια τους την ψυχή, καθώς ένα καΐκι για έναν ψαρά, έναν νησιώτη δηλαδή που ζούσε την οικογένειά του οργώνοντας κυριολεκτικά τις θάλασσες νύχτα μέρα, ήταν ολόκληρη η ζωή του, ολόκληρος ο κόσμος του.
Βλέποντας τον κόπο μιας ζωής, το δεύτερο σπίτι του, το σκαρί του, να αποσύρεται στη στεριά και να του διαλύει τα ψαχνά μια μπουλντόζα, μετατρέποντας το άλλοτε αγέρωχο καΐκι που δάμαζε τα μελτέμια σε έναν σωρό από σπασμένα ξύλα, ένας ψαράς σταματά να είναι ψαράς, χάνει την ταυτότητά του, γίνεται ένας εσωτερικός μετανάστης που βιώνει μια ξαφνική και άγρια μοναξιά, μια αληθινή προσφυγιά μέσα στην ίδια του την πατρίδα. Με τη φράση «το κάνουν θρύψαλα το σκάφος και επιμένουν ξανά» που επαναλαμβάνεται σε διάφορα σημεία της αφήγησης και επιστρέφει σαν ερινύα, ο συγγραφέας του βιβλίου, Γιάννης Ζιώτης, δημοσιογράφος στο επάγγελμα, δίνει ένα ξόρκι που όμως δεν ξορκίζει το κακό: Ο κόσμος θα προχωρήσει έτσι και αλλιώς, θα αλλάξει, η μαγεία θα χαθεί, η ελευθερία και αγνότητα που συμβολίζει ένα καΐκι, θα παρέλθει και ακόμα και τη θύμησή του θα την ξεχάσει κάποια στιγμή η λήθη.
Ήρωας του βιβλίου είναι ένας ιστοριοδίφης από τα Χανιά, ένας άντρας από τη γενιά του '30, που συμβολικά και ο ίδιος, όπως τα καΐκια, έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση, έχει αποσυρθεί σχεδόν από τη ζωή. Ο ογδοντάχρονος Θοδωρής, πρώην ερευνητής χρήσιμου υλικού για ιστορικές μελέτες, ζώντας σε μια παράγκα δεκαεπτά τετραγωνικών μέτρων με οροφή από ελενίτ, έχει χάσει και ο ίδιος την ταυτότητά του, καθώς η ζωή τού έχει δείξει το σκληρό της πρόσωπο: το πλούσιο έργο του έχει πολτοποιηθεί αφού ο εκδοτικός οίκος στον οποίο εργαζόταν έχει πτωχεύσει, ενώ η βιβλιοθήκη του έχει ολοσχερώς καταστραφεί από μια πυρκαγιά που έβαλε στο σπίτι τους η πρώην σύζυγός του για να τον εκδικηθεί.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ - NEWS 247
Ο μεταφρασμένος συγγραφέας με λιτό και σαφή λόγο μας βάζει στο κλίμα ενός ψαροκάικου, που γίνεται σκοπός ζωής για μία νεαρή ακτιβίστρια. Η Μυρτώ είναι αποφασισμένη να παλέψει σθεναρά για τα πιστεύω της, να διεκδικήσει στα ίσια τη δικαίωση των λόγων της και να αφήσει ευδιάκριτο το αποτύπωμά της. Να γίνει αναγνωρίσιμο…
«Δεν γίνεται να πετάξουμε στα σκουπίδια μία ναυτική παράδοση αιώνων» δηλώνει δικαιολογημένα στο Θόδωρο, με το απόλυτο θάρρος που σηματοδοτεί η νεότητα της. “Απέναντί” της βρίσκεται ο ηλικιωμένος άντρας, ένας ιστοριοδίφης της γενιάς του πολέμου, ο οποίος προσπαθεί να διαχειριστεί τις ελάχιστες πια βεβαιότητές του για την ζωή.. Φαίνεται ωστόσο, στη βάση του έντονου απολογισμού που κινείται, να κρατά το κλειδί της μνήμης ενάντια στο αμάρτημα της λήθης που συντελείται ήδη και το αγνοεί: στα λιμάνια κάποιοι «σκοτώνουν» τα παραδοσιακά σκαριά εκτελώντας, αποδεχόμενοι οικειοθελώς, μία οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης…
Πώς όμως φτάνουμε σε αυτό το σημείο της νουβέλας με τίτλο Σπασμένα Αποτυπώματα του 46χρονου Γιάννη Ζιώτη, ο οποίος μετρά ήδη οκτώ βιβλία στο ενεργητικό του;
Μέσα από μία τριτοπρόσωπη αφήγηση, όπου με κάποιες καίριες φράσεις των ηρώων αλλά και αρκετή ανάλυση στα όρια της πρακτικής φιλοσοφίας από τον αφηγητή, παρακολουθούμε να ξετυλίγεται μία διήγηση που δίνει την αίσθηση ότι ίσως - η μάλλον σίγουρα - πατάει σε μία αληθινή ιστορία. Κεντρικός πρωταγωνιστής ο ογδοντάχρονος Θόδωρος, ο οποίος έχει δει την ζωή του να γίνεται κομμάτια, ακριβώς όπως και το καΐκι που συντρίβεται από μία μπουλντόζα, στις 4 Νοεμβρίου 2017, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του.
Ο ίδιος, σε όλη του τη ζωή, έχτισε ένα σημαντικό έργο βασισμένο στην καταγραφή των πραγματικών γεγονότων, της ιστορικής αλήθειας που κρύβει ο μόχθος των εργαζόμενων σε έναν Ταρσανά ή το παγερό χαμόγελο εκατοντάδων οικογενειών, που αναζητούν υπομονετικά το “στίγμα” του πατέρα ναυτικού σε έναν παμπάλαιο Άτλαντα του Βρετανικού Ναυαρχείου!
Η ζωή όμως δεν του φέρθηκε με τον καλύτερο τρόπο: το έργο του πολτοποιήθηκε, λόγω έλλειψης αναγνωστικού ενδιαφέροντος, από τον εκδοτικό οίκο που τον εκπροσωπούσε, ενώ η συζυγική του σχέση εξελίχθηκε σε μία κόλαση από προσβολές και αλληλοκατηγορίες. Το μοιραίο αποτέλεσμα; Να καταστραφεί από φωτιά, ακόμη και το πολύτιμο αρχείο του. Ο Θόδωρος έμεινε χωρίς τίποτα. Στον άσσο.
Ο ίδιος μάλιστα, χωρίς πλέον τα απαραίτητα για να ζήσει, κατοικεί σε μία παράγκα φτιαγμένη από ελενίτ και βιώνει την παρακμή του ολομόναχος, καταναλώνοντας παράλληλα μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Δέχεται ελάχιστες επισκέψεις και διατηρεί τηλεφωνική επικοινωνία μόνο με μία παλιά φίλη και ιστορικό, που τον προστάτευσε στην Κατοχή στα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Η κατάστασή του θυμίζει κάπως τον κόσμο μας, που βιώνει έντονη απαξίωση και δεν του αξίζει.
Ένας κόσμος που ενίοτε γονατίζει από τη λήθη και παρακμάζει, ξεχνώντας ταυτόχρονα τους ανθρώπους που εξέφρασαν τη σοφία του παρελθόντος ή όπως διαβάζουμε σε μια εμβόλιμη φράση στην κεντρική ιστορία: «Δεν κάνουμε το παραμικρό και δεν μιλάμε σχεδόν ποτέ για αυτά που μας ταλανίζουν. Έγινε η ζωή μας μία υποχρέωση, αλλά εμείς επιμένουμε στην ατέλειωτη σιωπή». Όλα μοιάζουν να έχουν φτάσει σε ένα τέλμα ή και ίσως - ακόμη χειρότερα - σε ένα τέλος.
Κάπου εκεί, όμως, η είσοδος της νεαρής ακτιβίστριας φιλοδοξεί να αλλάξει όλα τα δεδομένα. Η ίδια προσπαθεί να τον πείσει, σχεδόν με τη βία, ότι μπορεί να ζήσει με ποιότητα αλλά και κάτι ακόμη περισσότερο: του δίνει τη δυνατότητα να επανέλθει ξανά, να θυμηθεί τα γεγονότα που τον σημάδεψαν, να «πολεμήσει» ενδεχομένως στον πόλεμο της δικής της γενιάς…
Θα καταφέρει άραγε να τον κινητοποιήσει; Η ιστορία είναι απρόβλεπτη μέχρι την τελευταία σελίδα και εξελίσσεται σε ένα διαρκές θρίλερ…
Οι «δολοφονίες» ωστόσο των παραδοσιακών καϊκιών (σ.σ. σκαφών που θα μπορούσαν με τις κατάλληλες προϋποθέσεις να χρησιμοποιηθούν για τουριστικούς σκοπούς, προσφέροντας ένα συνδετικό κρίκο του τότε με το τώρα) είναι ίσως η αφορμή για να παρακολουθήσουμε live μια ενδεχόμενη αφύπνιση από έναν διαρκή λήθαργο, που κυριολεκτικά μας κυκλώνει. Διότι, τελικά, το σημαντικό δεν είναι να νικήσει κανείς αλλά να βρει έναν σκοπό για τον οποίο αξίζει να πολεμήσει – κάπως, δηλαδή, σαν και αυτό που κάνουν οι κεντρικοί χαρακτήρες της νουβέλας του Γιάννη Ζιώτη.
Ποιος είναι αυτός; Όλα όσα συμβολίζει ένα παλιό ψαροκάικο: η παράδοση, η συνέχεια της ιστορικής μνήμης από γενιά σε γενιά, η συλλογική σοφία των καραβομαραγκών που τα σμίλεψαν με μεράκι. Οι αρετές ενός υπέροχου κόσμου που χάνεται στη λήθη – όπως η πραγματική καλοσύνη, η φιλοξενία, η λαϊκή τιμιότητα. Αρετές τόσο ικανές για να μας προστατεύσουν από τις μπουλντόζες του μέλλοντός μας