Το μωρό ή όταν η φτώχεια γεννά θάνατό...

Της Αναστασίας Σκόρδου

Καθηγήτρια - Κόρθι

Ένα ακόμα διήγημα της Αναστασίας Σκόρδου, καθηγήτριας από το Κόρθι, που ανατέμνει την τραγική φτώχεια άλλων μακρινών εποχών, όταν οι γυναίκες της Άνδρου δούλευαν σαν παραμάνες σε αρχοντόσπιτα μακριά από το νησί για να ζήσουν τα παιδιά τους πίσω στην Άνδρο. Καλωσορίζουμε την Αναστασία Σκόρδου και τις ιστορίες της στο Εν Άνδρω.

Το σπίτι ήταν μεγάλο πετρόχτιστο και ασβεστωμένο. Η αυλή του, γεμάτη γλάστρες με βασιλικούς, τριανταφυλλιές και γεράνια, ήταν ένα μέρος για να κρύβεσαι, να τρέχεις, να κρύβεσαι και να τρέχεις ώρες πολλές, σαν να ήταν οι ασβεστωμένες γύρω-γύρω πλάκες της ίσαμε την περίμετρο όλης της γης. Η σκάλα όμως που οδηγούσε στο κατώι ήταν φραγμένη με φρύγανα αγκαθωτά δεμένα πάνω στο ξύλινο πορτάκι για να μην μπορεί να πλησιάσει. 

Μια μέρα, το ξέχασαν μισάνοιχτο, το έσπρωξε και κατέβηκε σβέλτα τα σκαλιά. Μπήκε σε ένα χώρο σκοτεινό και τεράστιο. Αν εξαιρέσεις το λίγο φως που έμπαινε από μια καμινάδα, δεν υπήρχε παράθυρο ούτε φεγγίτης. Τα μάτια της συνήθισαν στο σκοτάδι και προχώρησε δειλά αλλά όχι φοβισμένα. Εδώ μέσα ήταν κρυμμένα πράματα και θάματα. Βαρέλια με κρασί, πιθάρια με λάδι, μπαούλα με παλιά ρούχα και σκεύη, κάσες με πατάτες, κρεμμύδια και αμύγδαλα. Να έβρισκε και φουντουκάκια!

Της άρεσαν πολύ τα αφράτα αμυγδαλάκια που άνοιγαν εύκολα με τα χέρια ή με τα δόντια. Μπήκε πιο μέσα σε ένα κατώι μέσα στο κατώι, μικρό και πιο δροσερό. Εδώ ήταν οι μπουρνιές με τα χοιρινά και τα λουκάνικα. Πουθενά φουντουκάκια. Τότε είδε το πορτάκι. Τι είχαν εκεί μέσα; Τι χωρούσε μέσα σ’ αυτό το κελί; Μήπως εδώ έκρυβαν τα φουντουκάκια σε εκείνο το κιούπι;

Μόλις μπήκε την τύλιξε μια παγωνιά σαν να βγήκε στα χιόνια χωρίς παλτό.  Σαν να βούταγε σε μια θάλασσα από πάχνη με βαριά μυρωδιά μούχλας και σαπίλας. Άπλωσε το χέρι στο κιούπι, μα τη σταμάτησε ένα κλάμα. Κάποιο μωρό έκλαιγε κάπου έξω και πάνω.

Ήρθε το ξαδερφάκι της στο χωριό από την Αθήνα; Έφεραν το μωρό και της το φύλαγαν για έκπληξη; Πετάχτηκε έξω όλο χαρά και ανέβηκε στην αυλή. Δεν βρήκε κανέναν. Μπήκε στο σπίτι, βρήκε τη γιαγιά στην κουζίνα και τη ρώτησε με λαχτάρα “πού είναι το μωρό, μέσα;” “ποιο μωρό;” “το άκουσα, έλα, μη μου το κρύβεις!”

Η γιαγιά σταμάτησε να ανακατεύει το φαΐ, κάθισε βαριά στην καρέκλα και τη ρώτησε ξέπνοα “πού το άκουσες;” “είχα κατεβεί στο κατώι,  βρήκα το πορτί ανοιχτό”. Τότε το χέρι της γιαγιάς σηκώθηκε και τη χτύπησε στο μάγουλο. Ποτέ δεν την είχε ξαναδείρει, γιατί τώρα; “Δεν έκανα ζημιά, αλήθεια. Φουντουκάκια έψαχνα” είπε κλαίγοντας. “Ποτέ! Ποτέ δεν θα ξαναπάς εκεί κάτω μονάχη, άκουσες; Ο μπαμπούλας θα σε φάει, αν το ξανακάνεις!” “Ο μπαμπούλας κλαίει σα μωρό;” “Ό,τι θέλει κάνει ο μπαμπούλας, ορίστε μας!”

Καλοκαίρι πολλά χρόνια μετά έπιναν καφέ στην ίδια αυλή με μια ηλικιωμένη θεία. Η συζήτηση ήταν για τους μετανάστες που έφταναν τότε και στο νησί και έψαχναν για δουλειά. “Τουλάχιστον αυτοί φέρνουν και τα παιδιά τους μαζί. Όλη την οικογένεια.  Όχι σαν τους δικούς μας που τα άφηναν πίσω. Η μάνα μου πήγαινε στα ξένα για παραμάνα και μας άφηνε λεχούδια στη γιαγιά, την αδερφή του παππού σου”. “Γιατί, δεν περίμενε να σας μεγαλώσει λίγο;” “ Γιατί έπρεπε να έχει γάλα για τα ξένα μωρά. Τα δικά της έτσι κι αλλιώς χαμένα για χαμένα. Και το γάλα της να έπιναν θα τα σκότωνε αργά ή γρήγορα η μεγάλη φτώχεια. 

Μια φορά όμως γέννησε και μετά το μωρό αρρώστησε. Δεν μπορούσε να φύγει και να το αφήσει. Ο χειμώνας ζύγωνε και όλη η οικογένεια κινδύνευε να μην έχει ούτε ψωμί. Τότε η γιαγιά μου, σαν όνειρο τη θυμούμαι, ήμουν μικρή, παίρνει παράμερα το μωρό, βγάζει ένα μπουκαλάκι από την τσέπη της ποδιάς της, το ποτίζει και σε λίγο πάει το μωρό. Έτσι έφυγε η μάνα και σώθηκε η οικογένεια “. “Τι λες; Μια φόνισσα σαν κι αυτή του Παπαδιαμάντη! Τι το έκαναν το μωρό; Δεν τους πήραν χαμπάρι; “ “Τότε τα αβάφτιστα τα έθαβαν στα σπίτια μέσα σε κιούπια στα κατώγια.  Ποιος να πάρει χαμπάρι;” 

Μόλις έμεινε μόνη, κατέβηκε στο κατώι, βρέθηκε στον ίδιο σκοτεινό κόσμο που φώτιζε αυτή τη φορά με το φακό. Γεννήματα πια δεν υπήρχαν, μόνο σαβούρα που μάζευε πάντα η γιαγιά στα τελευταία χρόνια της ζωής της, γιατί “όλα χρειάζονται “. Μπήκε στο μικρό κατώι, μετά προσπάθησε να μπει στο μικρό κελί μέσα από το πορτάκι. Ήταν τόσο μικρό,  ίσα ίσα τη χωρούσε. Πήρε το κιούπι αγκαλιά και το έβγαλε στον κήπο. Έσκαψε ανάμεσα στις αγριοτριανταφυλλιές της γιαγιάς ένα μικρό λάκκο και το έχωσε μέσα. Αργότερα, πάνω φύτεψε μια αμυγδαλιά που κάνει αφράτα αμύγδαλα. Φουντουκάκια. 

 

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

  1. Σχολιάζετε ως επισκέπτης.
Attachments (0 / 3)
Share Your Location
There are no comments posted here yet