ΑΛΛΙΩΣ ΤΑ ΕΙΧΑΜΕ ΣΧΕΔΙΑΣΕΙ: 12 χρόνια μετά...
Γράφει ο ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΜΠΑΣΑΝΤΗΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ: Ήταν 18 Δεκεμβρίου 2012, πάνε 12 χρόνια. Ήμασταν νεώτεροι. Ζούσαν μερικοί από τους καλύτερους μας φίλους. Ήταν μέρες μνημονίων, αλλά και πολιτικού και πολιτιστικού αναβρασμού. Ήμουν παρουσιαστής στο βιβλίο "Αλλιώς τα Είχαμε Σχεδιάσει..." του φίλου Κώστα Τριανταφυλλάκη. Τα της διαδικασίας και της παρουσίασης ακολουθούν παρακάτω. Το ότι το θυμήθηκα σήμερα έχει να κάνει με το γεγονός το ότι βρήκα "καρφιτσωμένη" την παρουσίασή μου στο facebook σήμερα από τον Κώστα για να μου θυμίσει εκείνη την μέρα. Διάβασα την δημοσίευση εκείνων των ημερών. Μου άρεσε. Δεν θα άλλαζα ούτε λέξη. Ότι έγραψα τότε ισχύει και σήμερα. Και την αναδημοσιεύω εδώ, όπως την έγραψα και όπως μου την θύμισε σήμερα πρωί-πρωί ο παλιόφιλος Κώστας, που γνωριστήκαμε τον Δεκέμβριο του 1988 στην Αστόρια της Νέας Υόρκης. Έκτοτε έχουν περάσει 36 χρόνια. Αν κολλάγαμε ένσημα θα είχαμε κλείσει 35ετία και την φιλιά μας θα την είχαμε βγάλει στη σύνταξη! Πράγμα παράξενο, όμως, παρά τις τόσες "απολύσεις", που επί τόσα χρόνια δέχτηκε η φιλία μας αυτή συνεχίζει!...
ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ "ΙΑΝΟΣ"
Έχω βρεθεί σε αναρίθμητες παρουσιάσεις βιβλίων. Έχω παρουσιάσει ο ίδιος πάρα πολλά βιβλία. Αρχικά τα δικά μου και στη συνέχεια πολλών άλλων που έτυχε και μου άρεσαν και μου έκαναν και την τιμή οι συγγραφείς τους να με εμπιστευτούν στον απόπλου που επιχειρούσαν στον χώρο των γραμμάτων. Όμως ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έτυχε να παρουσιάσω ένα βιβλίο και η παρουσίαση να εξελιχθεί τόσο ιδιαίτερα και μοναδικά. Ήταν στο βιβλιοπωλείο Ιανός στην Αθήνα στις 18/12 και ήταν το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τριανταφυλλάκη, το «Αλλιώς τα είχαμε σχεδιάσει».
Ο λόγος της μοναδικότητας αυτής της παρουσίασης δεν έχει να κάνει με το πλήθος που ήταν μεγάλο. Δεν έχει να κάνει με τον δυναμισμό του Κ. Τριανταφυλλάκη που συμπαρέσυρε όλον αυτό τον ποικιλόχρωμο κόσμο. Δεν έχει να κάνει ούτε με τους παρουσιαστές που κάναμε καθένας το αναμενόμενο. Η μοναδικότητα συνίσταται στην σπουδαία μουσική ολοκλήρωση αυτής της εξαιρετικής βραδιάς και η οποία «ήρθε και έδεσε» απρόσμενα με το παρουσιαζόμενο βιβλίο και το θέμα του.
Και για να γίνω πιο σαφής ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Με το τέλος των παρουσιάσεων των ομιλητών ξαφνικά μπήκε φουριόζος ο Μανώλης Μητσιάς ανέβηκε στο βήμα και μετά μια σύντομη αφιέρωση τραγούδησε το σπουδαίο «Ερωτικό» στη μνήμη του σπάνιου Άλκη Αλκαίου, που χάθηκε πριν λίγες μέρες. Εκεί που σταματάνε τα λόγια συνεχίζει η μουσική. Οι σκληροί και συνάμα τρυφεροί στίχοι του Άλκη Αλκαίου σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου με την Μανώλη Μητσιά, συνοδεία ενός πιάνου, συγκίνησαν σε μεγάλο βαθμό το ακροατήριο. Στη συνέχεια η Καλλιόπη Βέτα, με τον εκπληκτικό Γιάννη Ιωάννου στο πιάνο, απέδωσαν τον μαγικό Μίκη Θεοδωράκη από τις μικρές Κυκλάδες. Κάπου εκεί μερικοί θεώρησαν πως η βραδιά τελείωσε και σηκώθηκαν να φύγουν.
Τότε σηκώθηκε και πήρε το μικρόφωνο ο δάσκαλος του θρακιώτικου δημοτικού τραγουδιού, ο ανεπανάληπτος Χρόνης Αηδονίδης, και παρά τα 84 χρόνια του, τραγούδησε a capela ένα σπάνιο θρακιώτικο δημοτικό. Ήταν ότι πιο συγκινητικό να βλέπεις τους αποχωρούντες να σταματάνε ξαφνιασμένοι και να τον ακούν. Εκείνοι βέβαια που τον άκουγαν με δάκρια ήταν οι παριστάμενοι Θρακιώτες.
Ο Άλκης Αλκαίος, ένας σπάνιος και αθόρυβος δημιουργός και ο Χρόνης Αηδονίδης, ένας σεμνός και μοναδικός καλλιτέχνης, καθένας με τον τρόπο του, εμμέσως ή αμέσως, εκπροσωπούν σήμερα μια άλλη Ελλάδα. Μια Ελλάδα που έζησε και ζει στις μακρινές επαρχίες αυτής της χώρας πέρα από το αδηφάγο κέντρο. Αντιπροσωπεύουν μια Ελλάδα ξεχασμένη, πολιτισμένη, δημιουργική. Μια Ελλάδα που αποδέχτηκε τον εαυτό της και αγάπησε την κουλτούρα της. Αγάπησε τον τόπο της. Αλλά και μια Ελλάδα που ταξίδεψε μακριά από ανάγκη. Ταξίδεψε, ξενιτεύτηκε, περιπλανήθηκε, μεταφέροντας πάντα μαζί της και όλο το πολιτισμικό βιός της. Μια Ελλάδα που επέστρεψε το ίδιο αθόρυβα και δημιουργικά συνεχίζοντας το έργο της. Αυτή την Ελλάδα και με το δικό του τρόπο περιγράφει στο βιβλίο του «Αλλιώς τα είχαμε σχεδιάσει» ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλάκης.
Ναι, ήταν μια αλλιώτικη μουσική βραδιά καθώς οι τρεις τραγουδιστές αναμετρήθηκαν με το κοινό και τη μουσική μόνο με τις φωνές τους. Τρία είδη μουσικής. Τρεις γενιές τραγουδιστών: Από την νεώτερη Βέτα μέχρι τον ώριμο Μητσιά και τον αειθαλή Αηδονίδη. Μια Ελλάδα ατόφια. Ένα πολιτισμός πέρα και μακριά από τα τρελά ντεσιμπέλ μέσα από τα οποία εκφράζεται η ελληνική μουσική στα πανηγυριώτικα φεστιβάλ και στους ετήσιους χορούς ανά την επικράτεια. Ήταν μια διαφορετική βραδιά, που εξελίχθηκε πέρα από κάθε σχεδιασμό...
Από τη δική μου μεριά προσπάθησα να περιγράψω το ξάφνιασμα του αναγνώστη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Οι περιγραφές της ζωής στον Έβρο της δεκαετίας του 1960 και του 1970 δεν είναι συνηθισμένο θέμα για την αθηναϊκή εργογραφία, της οποίας η τοπιογραφία της εξαντλείται εδώ και πολλά χρόνια μεταξύ ενός βαρυφορτωμένου κέντρου και των βορείων, ανατολικών και νοτίων προαστίων. Με μερικές ενδιάμεσες στάσεις στις δυτικές συνοικίες ή κάποιες περιπέτειες στα δυτικά προάστια μιας πόλης ωκεανού.
Τι ξέρει αλήθεια αυτή η πολύβουη και ακατάσχετη Αθήνα για τη ζωή της άλλης μακρινής Ελλάδας, που ζει στα όρια της ελληνικής επαρχίας; Τι ξέρει για την ιστορία της στις δεκαετίες του 1960 και του 1970; Ελάχιστα. Τι ξέρει η ερωτική αδηφαγία μιας ελευθεριάζουσας πόλης για τα βιώματα, τους έρωτες και τα όνειρα παιδιών που έζησαν στους ορίζοντες των βόρειων πεδιάδων, των μικρών νησιών, των δύσκολων βουνών; Ψήγματα. Τι ξέρει για τον ξενιτεμό τους στην Αθήνα, στο Μόναχο, στη Νέα Υόρκη, στην Μελβούρνη και για τα όνειρα της επιστροφής τους. Τίποτα.
Παιδί μιας γειτονιάς αυτής της πόλης κι εγώ, παρά την παθολογική αγάπη μου για το νησί της καταγωγής μου, την Άνδρο, γνώρισα αυτή την άλλη Ελλάδα στα μεγάλα ταξίδια μου. Ήταν μια Ελλάδα αλλιώτικη. Κάποτε την είχα γνωρίσει για λίγο τα καλοκαίρια της ζωής μου. Αυτή η Ελλάδα με εντυπωσίασε με την φλόγα της. Με την αγάπη της για τον τόπο της. Με τον αλτρουισμό της και την επιμονή της στα μεγάλα μιας χθαμαλής καθημερινότητας. Παιδί αυτής της άλλης Ελλάδας, την οποία περιγράφει, και ο Κώστας Τριανταφυλλάκης.
Αυτή η Ελλάδα, που πάντα επιστρέφει στην αφετηρία της, αυτή η Ελλάδα της Οδύσσειας, συναντά συχνά κατά την επιστροφή της στην πατρίδα της την αυτοκαταστροφική στάση της ελίτ μιας χώρας που ζει στους κοσμικούς μύθους και τις μεγαλόσχημες αυταπάτες της. Αυτή η άλλη Ελλάδα έχει ελάχιστη σχέση με την χώρα μας, στην οποία αναπτύχθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα, μια απίστευτη ηθική, πολιτισμική, οικονομική και πολιτική «φούσκα». Την είπαν η «φούσκα» της μεταπολίτευσης, λάθος. Ήταν η «φούσκα» της μετά-μεταπολίτευσης του «εκσυγχρονιστικού αναχρονισμού»...
Και κάπου εκεί συναντά τα γεγονότα το βιβλίο του Τριανταφυλλάκη και φτάνει στην πολιτική κορύφωση του. Και αυτό γιατί εμπλέκει στη ροή του το κορυφαίο σκάνδαλο του χρηματιστήριου παρακολουθώντας συνάμα, την ασυνάρτητη πορεία του τόπου προς την κρίση του 2008 και το βάραθρο του 2009. Και εκεί σταματά. Κάπου εκεί ο αναγνώστης μένει μετέωρος. Περιμένει ίσως ένα επόμενο βιβλίο ή μια επόμενη μέρα. Από αυτή την άποψη μετά τον Πέτρο Μάρκαρη και τις εξαιρετικές λογοτεχνικές περιπλανήσεις του στα αστυνομικά παρασκήνια της ελληνικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής, τώρα έχουμε και έναν ακόμα πλάνητα στον χώρο της πολιτικής λογοτεχνίας: τον Κ. Τριανταφυλλάκη.
Ότι πιο δημιουργικό και παραγωγικό της εκδήλωσης στον Ιανό, η απρόσμενη παρουσία, μέσα από το τραγούδι, αυτής της άλλης Ελλάδας. Αλλά απρόσμενο το πλήθος. Ανάμεσα του και πολλές πολιτικές παρουσίες. Αλλά και κάποιες σημαδιακές απουσίες. Έτσι είναι η ζωή. Οι φίλοι και οι σύντροφοι που κάποτε συμπορευτήκαμε δεν υπάρχουν πια. Ευτυχώς υπάρχουν αυτοί που συνεχίζουν και δεν αναιρούν διαδρομές. Αυτοί που επιμένουν στις μεγάλες και στις μικρές τροχιές. Ευτυχώς που υπάρχει και αυτή η άλλη Ελλάδα...»