ΜΝΗΜΕΣ: Παραμονή πρωτοχρονιάς στην Πανάχραντο ή "πάμε για καλό σκοπό"...
Του Διαμαντή Μπασαντή
"Τι να μπορεί να θυμάται μια φλόγα; Ά θυμηθεί λιγο λιγότερο απ' ό'τι χρειάζεται, σβύνει, ά θυμηθεί λίγο περισσότερο απ' ο'τι χρειάζεται, σβήνει. Να μπορούσε να μας διδάξει, όσο ανάβει, να θυμόμαστε σωστά" Γ. Σεφέρης (φωτ. Εν Άνδρω).
(ΠΡΟΛΟΓΟΣ: Έχουν περάσει 7 χρόνια από τότε που γράφτηκε το παρακάτω κείμενο με αναφορά μια παραμονή Πρωτοχρονιάς στην Άνδρο, στην Πανάχραντο με χιόνια. Σήμερα το ξαναθυμήθηκα. Το επανάφερα, το διόρθωσα κατά τι και το δημοσιεύω πάλι. Έχω περάσει δεκάδες παραμονές Πρωτοχρονιάς με πάρα πολλούς ανθρώπους σε πάρα πολλά μέρη. Όλες είχαν το δικό τους σχήμα, που έπαιρνε κάτι από το σχήμα του τόπου και των ανθρώπων που τις ζήσαμε. Κάθε μια είχε το δικό της νόημα, τη δική της χαρά ή τη δική της χαρμολύπη καθώς άλλαζε ο χρόνος κι έφευγε ο "παλιός" που ζήσαμε κι ερχόταν ο "καινούριος" με "τα δώρα και την χαρά"... Σήμερα ανάμεσα σε τόσες λαμπερές ή χθαμαλές αναμνήσεις επέλεξα μια παραμονή πρωτοχρονιάς στην Πανάχραντο της Άνδρου, που είχε μια παράξενη στοχαστικότητα μέσα σε ένα λιτό και απέριττο σκηνικό, που επέτρεψε να "ταξιδέψω", να ξαναδιατρέξω τα προηγούμενα και να αναλογιστώ τα μελλούμενα μέσα από την ζωή και τις μνήμες που ενσταλάζουμε εμείς οι μεγαλύτεροι στα παιδιά μας. Ή, όπως έγραφε ο σπουδαίος Λιβανέζος ποιητής Χαλίλ Γκιμπράν: "εμείς είμαστε τα τόξα. Τα παιδιά μας είναι τα βέλη, που πάνε στο αύριο χωρίς εμάς..." Δ. Μπασαντής)
Το μοναστήρι κάτω από τους χιονισμένους Γερακώνες ξημερώνοντας πρωτοχρονιά του 2017 (φωτ. Εν Άνδρω)
Κάθομαι και θυμάμαι τόσες και τόσες παραμονές πρωτοχρονιάς. Κάποτε μοναχικές: με την μητέρα και τον μικρό αδελφό μου μόνοι στο σπίτι χωρίς τον πατέρα που ταξίδευε (αλίμονο φευγάτοι πια και οι δύο). Άλλοτε οικογενειακές: παιδί με θείους και θείες. Λίγες με τον πατέρα όταν πια ξεμπάρκαρε. Μετά φοιτητής: με φίλους μιας φευγάτης νιότης. Και μετά ταξιδεύοντας μερικές πρωτοχρονιές σε πόλεις μακρινές: στη Νέα Υόρκη με τον Χρύσανθο, στο Λίβερπουλ με τους Μακ Νάλτυ, στο Λονδίνο με τον Άγι, στη λίμνη Μπλάγκτον με τον Μπέρνι, με τον Τζόναθαν στην Κορνοουάλη, στο Λέστερ με τον Μαρκ Τζόουνς… Και αργότερα ήρθαν οι πρωτοχρονιές με την γυναίκα και τα παιδιά. Και τέλος κάποιες πρωτοχρονιές και στην Άνδρο…
Η βιβλική μορφή του γέροντα Ευδόκιμου ταιριαστή στο άχρονο σκηνικό της νύχτας (φωτ. Εν Άνδρω).
Τόσες παραμονές. Τόσες διαδρομές. Τόσες μνήμες. Μέχρι την χθεσινή. Ήμαστε στο σπίτι στην Άνδρο. Έξω χιόνιζε. Μέσα ήταν ζεστά και βουλιαγμένος στον καναπέ έλεγα να μην πάω πουθενά. Όμως ο μικρός τότε Οδυσσέας είχε ξεφαντώσει με το χιόνι. Ήθελε να βγούμε και να πάμε για πρωτοχρονιά στην Πανάχραντο που μάς είχε καλέσει ο γέροντας Ευδόκιμος. Ξεκίνησα νωρίς σπρωγμένος από τον μικρό Οδυσσέα. Ο μπαγάσας το έβλεπε σαν περιπέτεια στα χιόνια…
Και ήταν μια μικρή περιπέτεια στα χιόνια. Γιατί η διαδρομή είχε και χιόνι και λίγο παγετό!… Το χιόνι το βρήκαμε ανεβαίνοντας στα Φάλικα. Μετά τα Φάλικα πέσαμε και σε μια μίνι χιονοθύελλα. Οι νιφάδες στροβιλίζονταν σαν τρελές μπροστά στο τζάμι. Ο μικρός πίσω να πανηγυρίζει! Κι εγώ μπροστά να μουρμουράω: «που πας καραβάκι με τέτοιο καιρό σε τέτοιο βουνό;»
Στις δύο τελευταίες απότομες στροφές, η άσφαλτος και νο κρύος αέρας, είχαν παγώσει το λίγο σχετικά χιόνι! Το αυτοκίνητο βογκούσε και στην τελευταία στροφή οι ρόδες γυρνάγανε… στο πουθενά!! Εγώ να λέω: "τέρμα εδώ θα μείνουμε"! Κι από το πίσω κάθισμα ο μικρός να απαντά: «δεν μπορεί θα φτάσουμε, πάμε για καλό σκοπό…»!
Μέρος του αγιογραφημένου σκηνικού και οι μοναχοί. Η συνοδεία των βυζαντινών ύμνων με την εκκλησιαστική γλώσσα προσέδιδαν μια ιδιότυπη περίσκεψη στη βραδιά... (φωτ. Εν Άνδρω).
Και φτάσαμε. Φυσικά είμαστε οι πρώτοι! Το αξιοπερίεργο ήταν πως αργότερα έφτασαν και μερικοί από το Κόρθι! Το χειρότερο ήταν πως το ίντερνετ, λόγω του χιονιά σερνότανε!!! Μου έβγαλε την ψυχή για δύο mail! Το καλύτερο ήταν πως όταν τέλειωσα με τα mail (που δεν ήρθανε) και πήγα να παρακολουθήσω ένα μέρος της λειτουργίας του Αγίου Βασιλείου ένοιωσα… αρχοντικά!!!
Λίγοι άνθρωποι. Σαν να είμαστε σε ιδιωτικό παρεκκλήσι. Μια λειτουργία ιδιωτικού χαρακτήρα. Όπως στις ιδιωτικές εκκλησίες των αρχόντων του μεσαίωνα. Άναψα τρία κεράκια - στη μνήμη αγαπημένων που «έφυγαν» μέσα στα χρόνια. Και κάθισα σε μια γωνιά κοντά στο ψαλτήρι. Ανάμεσα στις χαμηλόφωνες ψαλμωδίες η μνήμη περιπλανήθηκε σε άλλες, περασμένες, εποχές. Και σε σκέψεις για την Ιστορία...
Άρχισα να προσέχω την εκκλησιαστική γλώσσα. Πόσο οικεία μου φαινόταν η ελληνική των ψαλμών και του Ευαγγελίου, αν και έχουν περάσει τόσοι αιώνες, από τότε που γράφτηκαν. Τελικά είναι καλύτερο που δεν «μεταφράστηκαν» ποτέ. Έχεις την αίσθηση της διαδρομής της γλώσσας, της διαδρομής της ιστορίας, καθώς την ακούς. Κάπως έτσι αγάπησε την Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα ο διάσημος Άγγλος ελληνιστής Φίλιπ Σέραρντ μου εξηγούσε κάποτε στο Πρίνστον ο καθηγητής μου και φίλος και συνεργάτης του Έντμουντ Κήλυ. Κάποια στιγμή χαμένος ανάμεσα στις μακρινές σκέψεις μου άρχισα να θυμάμαι και κάποια κομμάτια από την λειτουργία από τα μαθητικά μου χρόνια…
Ο χρόνος άλλαξε και η πίτα κόπηκε στην εκκλησιά (φωτ. Εν Άνδρω).
Και ξαφνικά γύρισε ο χρόνος. Και το 2017 ήρθε ανεπαίσθητα και ειρηνικά. Στις 12 τα μεσάνυχτα μέσα στην ησυχία άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες. Σταμάτησε η λειτουργία. Είπαμε όσο είμαστε εκεί «καλή χρονιά». Και πράγμα περίεργο για πρώτη φορά δεν ένοιωθα εκείνο το γνωστό συναίσθημα της χαρμολύπης για το τέλος μιας χρονιάς. Που όσο μεγαλώνεις αυξάνει καθώς θυμάσαι ολοένα και συχνότερα τους κλασσικούς στίχους του Καβάφη γραμμένους το 1917, πριν έναν ακριβώς αιώνα: "Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια."! Αντιθέτως, κυριαρχούσε ένα αχρονικό συναίσθημα που δημιουργεί η αρχαία λειτουργία, που επαναλαμβάνεται αιώνες, τώρα αφήνοντας μέσα μας μια αίσθηση γαλήνιας αιωνιότητας...
«Χάθηκα» για ώρα ανάμεσα στους βυζαντινούς ύμνους στο μισόφως της εκκλησιάς. «Χάθηκα» σε εικόνες μιας ιστορίας που δεν γυρίστηκε ποτέ ταινία. Μιας ιστορίας που την ζήσαμε και την ζούμε, αλλά συχνά δεν το καταλαβαίνουμε. Και την αφήνουμε να περνάει και να χάνεται μακριά μας από χρονιά σε χρονιά…
Ήταν η ταινία της δικής μας ζωής, που χάνεται. Είναι η ταινία της ζωής, που απλώσαμε χρόνια πολλά σε τόσα μέρη. Που ζήσαμε μαζί με αυτούς που συναντήσαμε κάποτε σε άλλους τόπους, σε άλλες μακρινές εποχές και πρωτοχρονιές. Είναι μια ζωή που ζήσαμε με αυτούς που αγαπήσαμε και «έφυγαν», αλλά και με αυτούς που δεθήκαμε κάποτε στενά και δεν μετά ξανασυναντήσαμε ποτέ…
Απαγγέλοντας το "Πιστεύω"... (φωτ. Εν Άνδρω).
Κάποια στιγμή ζήτησαν από τον μικρό να απαγγέλει το «Πιστεύω». Χαμογέλασα. Σκέφτηκα την κουβέντα που μου έλεγε ο σπουδαίος συνάδελφος σκιτσογράφος Ανδρέας Πετρουλάκης (μια εποχή που συγκατοικούσαμε στο ίδιο γραφείο μιας ιστορικής εφημερίδας): «εμείς φτιάχνουμε τις μνήμες των παιδιών μας…» Κι είχε δίκιο. Όμως με τον τρόπο τους και τα παιδιά μας φτιάχνουν και τις δικές μας μνήμες. Όπως απόψε ο μικρός Οδυσσέας με μένα. Μόνο που οι δικές τους, λόγω της ηλικίας, πέπρωται να επιζήσουν πιο πολύ από τις δικές μας. Όπως επέζησαν οι δικές μας των πατεράδων μας…
Είχε κάτι από το άχρονο της βραδιάς το νυχτερινό σκηνικό του παλιού πέτρινου μοναστηριού (φωτ. Εν Άνδρω).
Μέσα στο σχεδόν άχρονο περιβάλλον του παλιού μεσαιωνικού μοναστηριού, με τους λίγους ήσυχους ανθρώπους και την σχεδόν προσωπική λειτουργία, όλα είχαν ένα άλλο χρώμα. Λίγο υπερβατικό. Και μια άλλη αίσθηση: πέρα από τα γήινα. Συνάμα όλα γύρω ήταν τόσο οικεία και τόσο καθημερινά…
Τα υπόλοιπα που ακολούθησαν, το πατροπαράδοτο τραπέζι σε οικογενειακό κλίμα, οι ευχές και η καλή παρέα, η ζεστή συζήτηση, αλλά και η ξαφνική νύστα του μικρού, που κοιμήθηκε στο τραπέζι με το πιρούνι στο χέρι, ενώ επιχειρούσε να φάει μια ακόμα ψητή πατάτα, δεν άλλαξαν την γαλήνια ατμόσφαιρα της βραδιάς...
Οδηγώντας αργά τη νύχτα για το σπίτι διαπίστωσα πως για πρώτη φορά εδώ και χρόνια εκείνο το αίσθημα χαρμολύπης που συνοδεύει συχνά την πρωτοχρονιά εφέτος δεν υπήρξε. Αντιθέτως το είχε αντικαταστήσει ένα συναίσθημα πληρότητας και μια ιδιότυπη ικανοποίηση για ότι ζήσαμε...