Καφενείο και εκλογές: Το σήμερα και το χτες...

Της Ελβίρας Κρίθαρη

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δηλωτή, μεζέδες και πολιτική: μια μικρή «Βουλή» κάποτε σε κάθε γειτονιά. Η «Κ» επιστρέφει εκεί που γεννήθηκαν οι καφενειακές πολιτικές -και όχι μόνον- συζητήσεις, κάπου μεταξύ τραπουλόχαρτων, τσίπουρου και μεζέδων. Το καφενείο «Νικηφόρος» λειτουργεί από το 1969 με την ίδια εσωτερική οργάνωση των αρχέγονων καφενείων που λιγοστεύουν πια στην Αθήνα και στην επαρχία.

Στις 11 το πρωί έχουν ήδη πάρει θέση γύρω από το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι του καφενείου. Τα φύλλα της τράπουλας εναλλάσσονται με ταχύτητα και κανείς δεν δυσκολεύεται να θυμηθεί τα χαρτιά που πέρασαν, σημάδι ότι πρόκειται για πεπειραμένους. Γύρω από την τετράδα που αναμετριέται στη δηλωτή, έξι ακόμα άτομα παρακολουθούν κεφάτα το παιχνίδι των άλλων, περιμένοντας τη σειρά τους ή τον πρώτο μεζέ της ημέρας. «Σε αυτό το παιχνίδι κερδίζει ο καλύτερος», λέει κάποιος και ο διπλανός του σπεύδει να τον συμπληρώσει: «Και ο πιο κλέφτης!». «Δεν θέλω να υπάρχει ένταση», λέει ένας τρίτος, ίσως σε μια προσπάθεια να δυναμιτίσει λίγο τη χαλαρή ατμόσφαιρα της αίθουσας, που συνθέτουν πράοι και ράθυμοι άντρες των χρόνων της σύνταξης.

Η κουβέντα που γυροφέρνουν ξεκινάει από το παιχνίδι, οδηγείται μοιραία στο σκορ της τελευταίας αγωνιστικής του πρωταθλήματος ή στην πρόβλεψη των αποτελεσμάτων της πρώτης Κυριακής των εκλογών με ακρίβεια δεκαδικού και επιστρέφει στα τραπουλόχαρτα που γλιστράνε πάνω στο τραπέζι, καθώς μετριούνται οι πόντοι εκείνου του γύρου. Το χαρτάκι όπου καταγράφουν τη βαθμολογία δείχνει μικρές αποκλίσεις. Ξαναμοιράζουν. «Εδώ όταν πρωτοανοίξαμε δεν είχαμε καρέκλες. Καθόμασταν πάνω στα τελάρα και παίζαμε δηλωτή», θυμάται ο κ. Χρήστος. Πρώην ιδιοκτήτης του καφενείου, παραμένει σήμερα θαμώνας και ένας από τους καλούς γνώστες των μυστικών του επιτραπέζιου αθλήματος.

«Του Κολιού και του Σαλταμούρη»

Κατά την εγκατάσταση της οικογένειας του κ. Χρήστου στην Ηλιούπολη, το 1965, στους δρόμους κυκλοφορούσαν μόνο δύο αυτοκίνητα. «Του Κολιού και του Σαλταμούρη» -ανακαλεί τους προπάτορες της αυτοκίνησης πέριξ του καφενείου. Η εικόνα της αστικής γειτονιάς αντέγραφε ακόμα τότε την επαρχία που το κύμα εσωτερικών μεταναστών της εποχής άφηνε πίσω για να αναζητήσει στην πρωτεύουσα δουλειά και καλύτερες προοπτικές ζωής. 

Το καφενείο «Νικηφόρος» που άνοιξε ο αδερφός του το 1969, έφερε τον κ. Χρήστο πίσω από τον πάγκο του καφετζή μέχρι το 2004, οπότε και πέρασε σε άλλα χέρια. Παραμένει ανοιχτό μέχρι σήμερα, με την ίδια εσωτερική οργάνωση των αρχέγονων καφενείων που λιγοστεύουν πια στην Αθήνα και σε ορισμένες περιπτώσεις, με την ίδια πελατεία. «Τότε υπήρχαν δυο τραπέζια με τσόχα και πιο πολύς τζόγος. Παίζανε με λεφτά», λέει ο 82χρονος κ. Γιώργος. «Εγώ ένα βράδυ σε αυτό εδώ το τραπέζι έχασα ένα εκατομμύριο δραχμές», θυμάται τώρα με κάποια νοσταλγία, παρά με οδύνη.

Μια μικρή «Βουλή» της γειτονιάς 

Έχοντας θέσεις που δεν αλλάζουν, οι θαμώνες του καφενείου σχηματίζουν παρέες πολιτικής εγγύτητας. «Κερνάει όμως η μία παρέα την άλλη», λέει ο τωρινός ιδιοκτήτης περιγράφοντας ελάχιστες φορές που έχει ανάψει λίγο παραπάνω η συζήτηση για τα πολιτικά. «Είναι και μεγάλα παιδιά, δεν βράζει πια το αίμα τους τόσο».

Σε κάποια δεκαετία του περασμένου αιώνα που τα καφενεία ήταν περισσότερα, κάθε κομματική προτίμηση μπορούσε να έχει το δικό της. Το παλιό καφενείο του «Νικηφόρου» περιγράφεται από τον πρώην ιδιοκτήτη του ως «κυρίως πασοκικό». «Πέρασε από εδώ… και ποιος δεν πέρασε», αναπολεί φωναχτά. «Περνάγανε και λέγανε ότι αύριο θα έρθουμε στο καφενείο και μαζευόταν ο κόσμος και τους άκουγε. Ο Γείτονας, ο Βερελής, ο Ροκόφυλλος… Σήμερα η κόρη του Ροκόφυλλου κατεβαίνει με τη Νέα Δημοκρατία», λέει ο κ. Χρήστος που διατηρεί την ίδια επαφή με την πολιτική, έχοντας όμως εγκαταλείψει το κόμμα της νιότης του. «Ειδικά σε αυτό το καφενείο είναι (όλοι) με το ΠΑΣΟΚ», λέει ένας από μια μεγάλη παρέα πολιτικών ομοϊδεατών που μη χωρώντας γύρω από το τραπέζι, κάθονται σε κύκλο εν είδει συνέλευσης. «Παντού είναι το ΠΑΣΟΚ», υπερθεματίζει άλλος. «Αλλά ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ».

«Στη νεολαία είναι μπροστά» ακούγονται να λένε ορισμένοι που διατελούν χρέη δημοσκόπου, αλλά καθώς τα ονόματα των κομμάτων μπερδεύονται, η κρίσιμη πληροφορία χάνεται. Δεν γίνεται ξεκάθαρο ποιος ήταν τελικά μπροστά στα νεανικά κοινά, που για τη γενιά του καφενείου μοιάζει να είναι ο αποφασιστικός παράγοντας του αποτελέσματος. «Άμα πάρουν και το 150άρι, τελειώσανε». «Ο Μητσοτάκης θα πάρει την πρώτη Κυριακή με 36%». «Δεν πιστεύουμε στα γκάλοπ». Το μοτίβο επαναλαμβάνεται στα τραπεζάκια του πεζοδρομίου, που προτιμώνται από μικρότερες παρέες και όσους παίρνουν ακόμα μέτρα προφύλαξης από τον κορωνοϊό. Σε μία μεριά συζητούν μαζεμένοι οι απόστρατοι. «Στο καφενείο, οι περισσότεροι σήμερα είναι δεξιοί», λέει νεότερος θαμώνας που διατηρεί σχέσεις με όλο το πολιτικό φάσμα του καφενειακού χώρου. «Δεξιοί και ολυμπιακοί», συμπληρώνει.

–«Εσύ δεν θα ψηφίσεις τον Κρητικό δηλαδή;», ερωτάται δυνατά κάποιος με καταγωγή από την Κρήτη, για να διαφανεί η πρόθεση στήριξης της εντοπιότητας.

-«Κρητικός είναι και ο άλλος!», έρχεται με ύφος αποστόμωσης, η απάντησή του.

Περιγράφοντας το καφενείο ως «μικρή Βουλή της γειτονιάς», «που λύνει όλα τα προβλήματα», ο κ. Νίκος, παλιός δάσκαλος, μοιάζει να παραφράζει τα λόγια του Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος έβρισκε στο καφενείο του Ζαχαράτου στην πλατεία Συντάγματος «το δεύτερο και πιο ελεύθερο κοινοβούλιο της χώρας». 

Στις 19 Μαρτίου 1963, η «Καθημερινή» αναγγέλλει το κλείσιμο του ιστορικού καφενείου που διέθετε από το 1888 τις συνθήκες για τις πολιτικές ζυμώσεις της εποχής, σε χώρο ανάτασης και ψυχαγωγίας. «Να το συνιστάτε σε όλους, να πηγαίνουν στο καφενείο της γειτονιάς τους. Είναι θεραπεία, για τον γέροντα ιδιαίτερα», λέει ακόμα ο κ. Νίκος, που μεταξύ 11.30 και 13.30 κάθε ημέρας λαμβάνει από εκεί την πολύτιμη κοινωνικοποίηση, που συχνά δυσχεραίνει με την πάροδο των χρόνων. Σε αντάλλαγμα, προσφέρει όχι μόνο στον χώρο, αλλά σε αυτή την έννοια του «παλιού καφενείου», βιωσιμότητα. Οι πορείες των δύο μοιάζουν αλληλεξαρτώμενες.

Δέκα λεπτά ακόμη

Μεγαλύτεροι ηλικιακά από τους υπόλοιπους θαμώνες, οι κύριοι Νίκος, Αντώνης, Φάνιος και Δημήτρης, αναπολούν με μεγαλύτερη θέρμη τις εποχές της νιότης τους. Τότε που οι περιπτεράδες τούς έδιναν τις εφημερίδες διπλωμένες, για να μην φανερωθεί η πολιτική τους ταυτότητα.

Άνθρωποι δημοκράτες που δεν έχουν ιδιωτεύσει -και το καφενείο συμβάλλει σε αυτό- διατηρούν για τα σύγχρονα ζητήματα σφαιρικές απόψεις. «Σήμερα μας απασχολεί η ακρίβεια των τροφίμων και της ενέργειας. Μας απασχολεί το θέμα της δημόσιας υγείας. Θέλουμε και παιδεία καλύτερη», λέει ο κ. Νίκος που τον αποκαλούν και «πρόεδρο», γιατί προσπαθεί να δίνει με τη σειρά τον λόγο στον καθένα, αν και όχι πάντοτε με επιτυχία, όπως παραδέχεται. «Δεν μου αρέσει η αστυνομία στα πανεπιστήμια. Είναι κατασταλτικός παράγοντας. Η παιδεία και η θρησκεία δεν θέλουν αστυνομία. Θέλουν καλούς παπάδες και καλούς καθηγητές. Να διδάσκουν αγάπη, αλληλεγγύη και σεβασμό στον συνάνθρωπο. Επιστήμη χωριζομένη αρετής, πανουργία εστί», λέει, θυμίζοντας μάλλον κάτι από τις παλιές δόξες της σχολικής διδασκαλίας.

Με συζητήσεις για το τι πάει λάθος με το κράτος, με τις δημοσκοπήσεις, με την κατάργηση της αξιοκρατίας στο Δημόσιο και την επίκληση πολιτικών που κάποτε μεσουρανούσαν, η ώρα περνάει. Ορισμένοι ζητούν να πληρώσουν. «Έχει άλλη νοστιμάδα το παλιό καφενείο. Αλλά δεν το προτιμούν οι νέοι», λένε. «Εμείς μεγαλώσαμε με αυτόν τον καφέ τον τούρκικο», θα πει ο κ. Φάνιος προσπαθώντας να μνημονεύσει τα σύγχρονα ροφήματα καφέ αλλά δεν τα καταφέρνει. «Γιατί τον λες “τούρκικο”;», τον διορθώνει ο κ. Νίκος. «Ελληνικός είναι. Από τη Βραζιλία βέβαια».

Ο κ. Νίκος ετοιμάζεται να φύγει. «Έχεις 10 λεπτά ακόμα περιθώριο να κάτσεις», τον προτρέπει ο κ. Φάνιος. Αλλά εκείνος πρέπει να βάλει σταγόνες στα μάτια της γυναίκας του που έχει καταρράκτη και σηκώνεται αποφασιστικά.

Οι γυναίκες λείπουν από το καφενείο. Υπάρχουν μόνο στις ιστορίες των αντρών για τότε που κάποια ήρθε αξημέρωτα να πάρει τον άντρα της, που ξεχάστηκε χαρτοπαίζοντας με τον παγοπώλη και έγιναν και οι δύο δέκτες της οργής της. Υπάρχουν στη σφαίρα του οίκου που στην εποχή των κραταιών παραδοσιακών καφενείων δεν μπλεκόταν με τη σφαίρα του δήμου. Ή δεν υπάρχουν πια. «Ο Αντώνης κι εγώ είμαστε άνευ συνοδού», μας ενημερώνει ο κ. Φάνιος για τις συζύγους τους, που φύγανε νωρίς. «Αλλά εσείς δημοσιογραφείτε, δεν είστε προξενήτρα να προσπαθήσετε να νυμφεύσετε τους ανύπαντρους», λέει γλυκά.

Κι έτσι κάθεται κι άλλο στο καφενείο. Τα τσίπουρα και οι μεζέδες έχουν από ώρα αντικαταστήσει τον καφέ και νέοι θαμώνες προστίθενται. Τον κ. Φάνιο δεν τον περιμένει κανείς στο σπίτι, στο καφενείο της γειτονιάς του όμως τον ξέρουν όλοι.

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

  1. Σχολιάζετε ως επισκέπτης.
Attachments (0 / 3)
Share Your Location
There are no comments posted here yet